Γερμανός: Το ζιζάνιο-εισβολέας που εξαπλώνεται ταχύτατα
Solanum elaeagnifolium: Πότε έφτασε στην Ελλάδα και τι απειλεί
Περιγραφή
Απαντάται σε ανοιξιάτικες καλλιέργειες. Μεγάλη εξάπλωση έχει αποκτήσει στην Μακεδονία, όπου αποτελεί σοβαρό ζιζανιολογικό πρόβλημα.
Οι καρποί του περιέχουν τα αλκαλοειδή σολανίνη και σολανοσίνη και μπορεί να προκαλέσουν δηλητηριάσεις στα ζώα. Αναφέρεται επίσης ότι εκκρίνει ουσίες, που εμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών. Ανταγωνίζεται έντονα τις καλλιέργειες, ιδίως σε συνθήκες ξηρασίας. Αποτελεί πρόβλημα στην καλλιέργεια του βαμβακιού.
Το ζιζάνιο αυτό ανταγωνίζεται με τις καλλιέργειες, ενώ εκκρίνει στο περιβάλλον του ουσίες που αναστέλλουν το φύτρωμα και την ανάπτυξη άλλων καλλιεργούμενων φυτών, είναι δηλητηριώδες στα ζώα και είναι ξενιστής εντόμων και ασθενειών.
Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά
Είναι ένα πολυετές ποώδες αειθαλές φυτό με ύψος που φτάνει το 1 μέτρο, με όρθιο βλαστό διακλαδιζόμενο, σκληρό, τραχύ και καλυμμένο με λευκό χνούδι και με καφέ αγκάθια, με πολύ ισχυρό και βαθύ ριζικό σύστημα.
Τα ακανθώδη φύλλα του έχουν μήκος μέχρι 15 εκατοστά και διάμετρο 0,5-2,5 εκ., είναι απλά, ασημόχρωμα, έμμισχα, λογχοειδή, με κυμματοειδή άκρα, καλύπτονται με άσπρο χνούδι.
Τα ερμαφρόδιτα άνθη του είναι 5 μπλε-λιλά ή λευκά πέταλα που ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα αστέρι, με 5 σέπαλα, με 5 στήμονες που έχουν έντονους, επιμήκεις και όρθιους κίτρινους ανθήρες και με πρασινωπό ύπερο. Περίοδος ανθοφορίας από τον Απρίλιο-Σεπτέμβριο.
Ο καρπός που παράγει είναι γυαλιστερή πράσινη αρχικά ράγα, κίτρινη στην ωρίμανση και μαύρη όταν στεγνώσει πάνω στο φυτό κατά την διάρκεια του χειμώνα.
Αναπτύσσεται την άνοιξη. Οι κοτυληδόνες των νεαρών φυτών από σπόρο είναι επιμήκεις. Τα αναπτυγμένα φύλλα είναι επίσης επιμήκη με κυματοειδή περιφέρεια και φέρουν ασημόλευκες τρίχες. Στο βλαστό φέρει αγκάθια. Το ριζικό σύστημα είναι βαθύ και εκτεταμένο. Τα άνθη εμφανίζονται κατά θυσσάνους με χρώμα συνήθως μωβ. Ανθίζει τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι καρποί του είναι ράγες κίτρινου χρώματος.
Όργανα Διασποράς
Διασπορά
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, ριζώματα και τμήματα της ρίζας. Μεγαλύτερη σημασία για την διάδοση του είδους έχει ο αγενής πολλαπλασιασμός μέσω των ριζών.
Ένα ξενικό φυτό-εισβολέας που ονομάστηκε από τον κόσμο «γερμανός», εξαπλώνεται ταχύτατα, εκτοπίζει τα γηγενή είδη και απειλεί προστατευόμενες περιοχές, ενώ η καταπολέμησή του είναι εξαιρετικά δύσκολη αφού λειτουργεί ως «λερναία ύδρα».
Χιλιάδες χιλιόμετρα του οδικού επαρχιακού δικτύου και των εθνικών οδών έχει διανύσει από το 2.000 ο δρ Νίκος Κρίγκας από το Εργαστηριακό και Διδακτικό Προσωπικό (ΕΔΙΠ) στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ, εντοπίζοντας και καταγράφοντας την εξάπλωση του Solanum elaeagnifolium, του αμερικανικής προέλευσης φυτού, που είναι ένα από τα χειρότερα εισβολικά είδη παγκοσμίως.
«Το φυτό ‘ακολουθεί’ τους οδικούς άξονες, γιατί οι στρογγυλοί καρποί του παρασύρονται από τα διερχόμενα αυτοκίνητα και εξαπλώνονται ταχύτατα. Μάλιστα, όσο πιο πολύπλοκο το οδικό δίκτυο, τόσο περισσότεροι είναι οι πληθυσμοί» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κρίγκας ο οποίος, στο πλαίσιο του 8ου Πανελλήνιου συνεδρίου οικολογίας, παρουσίασε μελέτη με θέμα «Το κλίμα δημιουργεί περιορισμούς, η διαταραχή εδαφών ευνοεί και τα οδικά δίκτυα ανοίγουν τον δρόμο για την εξάπλωση του εισβολικού φυτού Solanum elaeagnifolium, ακόμα και σε προστατευόμενες περιοχές».
Σκοπός της εργασίας που υλοποιήθηκε από τον δρα Κρίγκα και την ερευνητική ομάδα του Τμήματος βιολογίας του ΑΠΘ (Ν. Βότση, Γ. Κατσούλη, Μ. Τσιαφούλη) ήταν να αποτιμηθεί ο βαθμός εισβολής του είδους στην Ελλάδα και να βρεθούν πιθανές συσχετίσεις της κατανομής του με περιβαλλοντικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες. Το φυτό εντοπίστηκε αρχικά το 1927 στη Θεσσαλονίκη και εισήχθη, όπως εκτιμά ο καθηγητής, πιθανώς από πρόσμειξη σε λιπάσματα ή από εμπορεύματα που προέρχονταν από τις ΗΠΑ. Το 1930 άρχισε να φυτρώνει στην πόλη και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που άρχισε να εξαπλώνεται, ο κόσμος το ονόμασε «γερμανό».
«Επειδή το παρατήρησαν τότε, το συνέδεσαν με την παρουσία των Γερμανών, δημιουργώντας μάλιστα έναν αστικό μύθο που έλεγε ότι το έφεραν οι κατακτητές για να ταΐζουν μ΄ αυτό τα μουλάρια τους, κάτι που φυσικά δεν ισχύει γιατί το φυτό είναι δηλητηριώδες» διευκρινίζει ο κ. Κρίγκας, προσθέτοντας ότι το 1950 το φυτό εντοπίστηκε πλέον και στην Αθήνα.
«Στην έρευνα, καταγράφηκε η παρουσία του φυτού κατά μήκος του οδικού δικτύου που ενώνει όλες τις βασικές πόλεις της χώρας και διέρχεται από 55% των προστατευόμενων περιοχών και συγκεκριμένα, σε όλους τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και στο 25% του υπόλοιπου οδικού δικτύου. Οι καταγραφές συνδέθηκαν σε Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) με δεδομένα περιβαλλοντικά (υψόμετρο, κλίμα, έδαφος), ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (χρήσεις γης, οικισμοί, τυπολογία-πολυπλοκότητα οδικών αρτηριών) και φυσικότητας τοπίου (Προστατευόμενες και Ήσυχες Περιοχές)» αναφέρει ο κ. Κρίγκας.
Χωρίς εχθρούς, εξαπλώνεται σα «λερναία ύδρα»
Το φυτό δεν έχει φυσικούς εχθρούς στην Ελλάδα ενώ, αντίθετα, στην Αμερική μπορεί να αντιμετωπισθεί με βιολογικό τρόπο αφού υπάρχουν έντομα που τρώνε τα άνθη του. Επιπλέον, η διαταραχή εδαφών με το όργωμα διευκολύνει τη διασπορά, γιατί «όσο το οργώνεις, τόσο αδελφώνει» λέει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Στη μελέτη διαπιστώθηκε ότι τις τελευταίες δεκαετίες, οι καταγεγραμμένοι πληθυσμοί του είδους αυξήθηκαν κατά 1.750% και 10% των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura 2000 έχουν υποστεί εισβολή. Οι υψηλές ελάχιστες χειμερινές θερμοκρασίες και οι υψηλές μέσες θερινές θερμοκρασίες είναι καθοριστικές για την εξάπλωση του εισβολέα και η διαταραχή εδαφών που συνδέεται με αγροτικές δραστηριότητες και τα οδικά δίκτυα επάγουν αυτή την εξάπλωση, ακόμη και σε προστατευόμενες περιοχές.
«Τα φυσικά οικοσυστήματα με δομημένες κοινωνίες όταν δεν διαταράσσονται, φαίνεται να λειτουργούν ως φραγμοί στην εισβολή του φυτού. Η εξάπλωσή του συνδέεται με τη διαταραχή των εδαφών από ανθρώπινες δραστηριότητες αλλά και από την επέκταση του οδικού δικτύου» κάνει σαφές ο κ. Κρίγκας κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου για άμεση παρακολούθηση των πληθυσμών και μέτρα πρόληψης και διαχείρισής του.
«Απαιτείται ένα ισχυρό πρόγραμμα εφαρμογής ζιζανιοκτόνων σε ευρεία κλίμακα και διαρκές ξερίζωμα για να καταπολεμηθεί το φυτό-εισβολέας. Το σημαντικότερο όμως είναι να γνωρίζουμε ότι, όσο πιο έντονη είναι η επίδραση των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στα οικοσυστήματα, τόσο πιο ευάλωτα αναμένεται να γίνονται αυτά στην εισβολή του Solanum elaeagnifolium» καταλήγει ο καθηγητής.