Η παράδοση και το έθιμο της βασιλόπιτας
Σύμφωνα με την παράδοση αυτή: Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε με σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους.
Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. — «Σας προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ότι πολύτιμο έχει αντικείμενο».Η Ποντιακή παράδοση λέγει ότι στην Καισαρεία, όταν ήταν Επίσκοπος ο Μέγας Βασίλειος, πήγε σταλμένος από τον αυτοκράτορα ένας εισπράκτορας των φόρων, και οι κάτοικοι, επειδή δεν είχαν χρήματα, μάζεψαν και τού έδωσαν δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, σταυρουδάκια και ότι άλλο είχαν. Εκείνος τα έβαλε όλα σε δέκα σακούλες, και φεύγοντας πήγε ν’ αποχαιρετήσει τον Επίσκοπο.
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο Άγιος Βασίλειος τον κράτησε να φάνε. Ύστερα από το φαγητό, είπαν να παίξουν χαρτιά. Ο Άγιος κέρδιζε και ο εισπράκτορας έχανε. Έχασε ότι είχε δικό του, και υστέρα έβαλε να παίξει τα σακούλια. Τα έπαιξε όλα, τα έχασε και τα ξημερώματα έφυγε με άδεια χέρια.Ο Αγ. Βασίλης τότε, αφού ευχαρίστησε το Θεό, προσκάλεσε τους Χριστιανούς να έρθουν να πάρουν ο καθένας ότι είχε προσφέρει. Που να τα βρουν όμως! Άρχισαν να μαλώνουν και να φωνάζουν. Ο Άγιος τότε είπε και ζυμώσανε τόσα ψωμάκια, όσοι ήταν οι δικαιούχοι, έβαλε μέσα από ένα κόσμημα και τα έστειλε στο φούρνο. Την άλλη μέρα κάλεσε τον κόσμο και τούς μοίρασε τα ψωμάκια. Ο καθένας πήρε πια ότι ήταν τυχερό του και δε μίλησε.(2)Όπως μαντεύει και η Margaret Hasluck, οι διάφορες παραλλαγές της παράδοσης αυτής (που θα είναι πολλές ανάμεσα στους Έλληνες της Ανατολής), έχουν την πηγή τους σε μία αφήγηση από τη συναξάρικη ζωή του ‘Αγ. Βασιλείου (vita apocrypha) γραμμένη γύρω στον 9ον αιώνα από τον λεγόμενο « Ψευδοαμφιλόχειο ».Εκεί αναφέρεται ότι κάποτε ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης πηγαίνοντας να πολεμήσει στην Περσία περνούσε από την Καισάρεια. Είδε τον Βασίλειο και τον απείλησε ότι στο γυρισμό του θα καταστρέψει την πόλη, που ήταν τόσο αντιειδωλολατρική.
Στο διάστημα αυτό ο Βασίλειος έκαμε έρανο από τους πλούσιους και μάζεψε χρήμα και κοσμήματα, να τα δώσει στον Ιουλιανό και να τον εξευμενίσει.
Ο Ιουλιανός όμως πέθανε στον πόλεμο, πριν γυρίσει, και ο Βασίλειος ζήτησε να επιστρέψει τα ερανικά. Οι πλούσιοι τού τα χάρισαν για να τα διάθεση στην Εκκλησία του.(4)Η επιθυμία να εξηγηθεί το έθιμο της πίτας από χριστιανικό δρόμο, οδήγησε στη χρησιμοποίηση της αφήγησης αυτής, με τη λαογραφική βέβαια προσθήκη, ότι οι Καισαρείς ζητούσαν πίσω τα τιμαλφή τους και ο Άγιος αναγκάστηκε να τους τα μοιράσει με τη λύση της πίτας!Με τις παραδόσεις γενικά αυτές, καθώς και με τις ποικίλες θρησκευτικές λεπτομέρειες πού μπήκαν στο κόψιμο της πίτας, κατορθώθηκε ώστε ή ειδωλολατρική τελετή να γίνει, μέσα στους αιώνες, απόλυτα χριστιανική και να διατηρεί, με το συμβολικό χαρακτήρα της, το ελληνικό οικογενειακό πνεύμα.Η νεώτερη συνήθεια των κοινωνικών και επαγγελματικών συγκεντρώσεων για το «κόψιμο της βασιλόπιτας» κατάγεται από τις συναδελφικές πρωτοβουλίες των παλαιότερων συντεχνιών και συλλόγων, όταν τα Συμβούλια και τα μέλη τους συγκεντρώνονταν, με πνεύμα οικογενειακό, την παραμονή ή ανήμερα το απόγευμα (χωρίς να απουσιάζουν κι από τη δική τους οικογενειακή τελετή), έκοβαν την πίτα και μοιράζονταν με αδελφικό πνεύμα τα κομμάτια της, για το καλό το δικό τους και τού κοινού επαγγέλματος.Ο πρωτομάστορας, το αφεντικό ή ο πρόεδρος έπαιρναν θέση οικογενειάρχη, σταύρωναν την πίτα και την μοίραζαν. Το νόμισμα ήταν τότε γενναίο δώρο για τον τυχερό, και μπορούσε να το πάρει κι ο πιο άσημος μαθητευόμενος. Το ίδιο γινόταν και στις μακριά από τις οικογένειες τους ομάδες, των ναυτικών, των άρρωστων, των ορφανών και των επιστρατευμένων, που συγκεντρώνονταν ολόγυρα στην πίτα για τη στοργική τελετουργία της μοιρασιάς, αναζητώντας όχι μονάχα την εύνοια αλλά και την κοινή συμπαράσταση της τύχης.Τοπικές ΠαραδόσειςΚυδωνίαι (ΑΐβαλΙ) Αιολίδας:Το βράδυ έβαζαν την πίτα στη μέση του τραπεζιού, και φρούτα γύρω-γύρω. Έλεγε όλη η οικογένεια τον Άη – Βασίλη (κάλαντα ή τροπάρι) και κατόπιν έκοβαν την πίτα. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αη-Βασίλη. Κατόπιν του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, των παιδιών κατά σειρά ηλικίας, στις υπηρέτριες, και στον φτωχό που θα περνούσε. Εκείνος που έπαιρνε το φλωρί, δεν το έπαιρνε• το εξαγόραζε η νοικοκυρά. Δεν έπρεπε να φύγει από το σπίτι, γιατί ήτανε το γούρι του σπιτιού. Αυτή η μερίδα «του φτωχού που θα περνούσε» δεν παρουσιάζεται στις περισσότερες από τις περιγραφές που έχουμε. Κι όμως στη σημερινή κοπή της πίτας των Αθηναϊκών σπιτιών είναι συχνή. Σημειώνω ότι την είχαν απαραίτητη και πρώτη οι ευρωπαϊκοί λαοί, όταν έκοβαν τη δική τους πίτα των Θεοφανίων. Και οι φτωχοί ζητιάνοι γυρνούσαν αργά το βράδυ από σπίτι σε σπίτι, κι’ έπαιρναν το κομμάτι τους.Φάρασα Καππαδοκίας:Το πρωί [της Πρωτοχρονιάς] γινόταν και το κόψιμο της βασιλοκουλούρας «του βασιλό το ψωμί». Την έπαιρνε στο χέρι ο πατέρας ή η μητέρα ή ο μεγαλύτερος… έκανε το σταυρό του, τη φιλούσε και την περιτριγύριζε να τη φιλήσουν και τ’ άλλα μέλη της οικογένειας’ υστέρα έκοβε ένα-ένα κομμάτι και τα μοίραζε… Το περισσό, που έμενε «για το σπίτι», το έδινε στον ξένο που θα πρωτόμπαινε για να χαιρετήσει. Μέσα στην κουλούρα ήταν το νόμισμα, «το γρούσι». Σ’ οποίον τύχαινε, του έλεγαν: «Φέτος η τύχη σου είναι καλή». Το γρούσι το φύλαγαν, δεν το ξόδευαν, για να το βρει κι ο άλλος χρόνος.
Σημειώνω πως η Καππαδοκία είναι η πατρίδα του ‘Αγίου Βασιλείου.