Παραδοσιακές ποικιλίες vs Υβρίδια
Επικίνδυνος περιορισμός της γενετικής βάσης παρατηρείται τα τελευταία 30 χρόνια σε όλες σχεδόν τις σημαντικές καλλιέργειες. Για πολλές από αυτές δεν χρησιμοποιούνται στη βελτίωση περισσότερο από το 5-10% της διαθέσιμης παραλλακτικότητας. Και όμως, στην Ελλάδα μόνο, καλλιεργούνταν μέχρι πρόσφατα 111 ντόπιες ποικιλίες και πληθυσμοί μαλακού σιταριού, 139 ντόπιες ποικιλίες και πληθυσμοί σκληρού, 99 ντόπιες ποικιλίες και πληθυσμοί κριθαριού, 294 καλαμποκιού και 39 ντόπιες ποικιλίες και πληθυσμοί βρώμης και 605 ποικιλίες φασουλιού, που έπαψαν πλέον να καλλιεργούνται.
Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1927, η καλλιέργεια του σιταριού περιελάμβανε 100% ντόπιες ποικιλίες, το 1969 μόνο 10%, ενώ σήμερα κυριολεκτικά έχει εκτοπιστεί από την καλλιέργεια το σύνολο των παλιών ποικιλιών.
Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο το 1% των ντόπιων ποικιλιών σταριού και το 2-3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια μέχρι τις μέρες μας.Όλα αυτά και χιλιάδες άλλα γίνονται όχι μόνο γιατί τα αποφάσισαν τα “κέντρα εξουσίας”, ή γιατί είναι η πολιτική των κρατών. Έγιναν και γιατί ο καθένας μας τα στήριξε και συνεχίζουμε να τα στηρίζουμε. Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς σε αυτό το πρωτοφανές ολοκαύτωμα; Θα μείνουμε απαθείς ή θα πάρουμε την ευθύνη που μας αναλογεί; Οι ντόπιες ποικιλίες είναι η ελπίδα μας και η πρότασή μας.
Τα παραπάνω συνέβαιναν στον 20ο αιώνα, τον 21ο αιώνα όμως συντελείται μια πρωτοφανής αφύπνιση της ανθρωπότητας και αυτή η αρνητική κατάσταση τείνει να ανατραπεί.
Για όλα τα παραπάνω μιλήσαμε με τον Δρ. Κώστα K. Δελή MSc, PhD, Καθηγητής Εφαρμογών Γενετικής Φυτών και Βιοτεχνολογίας, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων ΤΕΙ Πελοποννήσου.
Οι παραδοσιακές ποικιλίες υπερέχουν των εμπορικών υβριδίων
Τα όσα ακολουθούν φιλοδοξούν να δώσουν στον αναγνώστη να καταλάβει αυτό που ήδη υποσυνείδητα γνωρίζει, ότι οι παραδοσιακά καλλιεργούμενες ποικιλίες υπερέχουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά (άρωμα, γεύση) των εμπορικών υβριδίων.
Για να καταλάβει κανείς όμως τι είναι παραδοσιακή ποικιλία, καλό θα ήταν να γνωρίζει τι είναι στην πραγματικότητα το υβρίδιο. Yβρίδιο, όπως το μαρτυρά και η λέξη, είναι ο συνδυασμός δύο ποικιλιών. Mε άλλα λόγια αν καταφέρω να διασταυρώσω δύο ποικιλίες, στη φύση ή στο εργαστήριο, ο απόγονός τους αποτελεί το υβρίδιο.
Oι αρχαίοι ακόμη γνώριζαν ότι οι διασταυρώσεις δύο ποικιλιών στα φυτά ή ακόμη και η διασταύρωση ανάμεσα σε δύο ράτσες σε ζώα οδηγούσε σε απογόνους που έδιναν εξαιρετικά εύρωστα άτομα. Είναι σε όλους γνωστό το παράδειγμα της διασταύρωσης του αλόγου με το γαϊδούρι, οπού ο απόγονός τους το μουλάρι είναι ένα εξαιρετικά ανθεκτικό υποζύγιο.
Mε τον ίδιο ακριβώς τρόπο αν μπορούσαμε να απλοποιήσουμε τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν έχουμε μία ποικιλία με εξαιρετική απόδοση και χαμηλή ανθεκτικότητα σε ασθένειες η οποία διασταυρωθεί με μία ποικιλία με χαμηλή απόδοση αλλά ανθεκτική σε ασθένειες, τότε οι απόγονοί τους ιδανικά θα είναι και ανθεκτικοί στις ασθένειες και με υψηλές αποδόσεις.
Στην γεωργική πραγματικότητα τα υβρίδια λειτούργησαν εξαιρετικά για ορισμένα φυτά μεγάλης καλλιέργειας όπως το καλαμπόκι, τριπλασιάζοντας τις αποδόσεις, αλλά την ίδια στιγμή παρουσίαζαν βασικά μειονεκτήματα. Πρώτο βασικό μειονέκτημα ήταν οι μεγάλες απαιτήσεις σε νερό, λιπάσματα και φυτοπροστασία.
Tα υβρίδια ήταν αποδοτικά, αλλά για να δώσουν τις βελτιωμένες αποδόσεις τους απαιτούσαν ιδανικές συνθήκες και αρκετή επένδυση σε κεφάλαιο από τους παραγωγούς. Δεύτερο μειονέκτημα των υβριδίων αποτελεί η αδυναμία τους να παράξουν σταθερούς απογόνους. Tι σημαίνει αυτό; Σημαίνει με απλά λόγια ότι ενώ τα υβρίδια είναι σταθερά φυτά στο σύνολο σχεδόν των χαρακτηριστικών τους, οι απόγονοί τους είναι «AΣTAΘEΣTATOI». Άρα η παλιά γεωργική πρακτική της φύλαξης σπόρων από τους γεωργούς, πρακτικά με τη χρήση των υβριδίων ακυρώνεται. Aν, δηλαδή, ένας γεωργός κρατούσε σπόρο από ένα υβρίδιο και το καλλιεργούσε, τότε θα έπαιρνε φυτά διαφόρων υψών, αποδόσεων και ανθεκτικότητας σε ασθένειες. Eπομένως, τα υβρίδια που εισαγάγαμε στη γεωργική πρακτική έδωσαν ώθηση στην απόδοση, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησαν και αρκετά προβλήματα.
Aς δούμε ένα γεωργό στην πρακτική του. O μέσος γεωργός πριν 40 περίπου χρόνια παράτησε τις παραδοσιακές ποικιλίες, για να τις αντικαταστήσει με υβρίδια. Από τη στιγμή που έγινε η μετάβαση αυτή, ο γεωργός είναι υποχρεωμένος κάθε χρόνο να αγοράζει σπόρους σποράς από εταιρίες, κυρίως Oλλανδικές και Iσραηλίτικες. Άρα η αύξηση της απόδοσης (και η σύνδεσή της με την επιδότηση κυρίως στη δεκαετία του ‘80 και ‘90) τον κατέστησε εξαρτημένο. Σκεφτείτε απλά τι θα συνέβαινε αν μία και μόνο χρονιά δε μπορούσαμε να εισαγάγουμε σπόρους σποράς.
H γεωργική παραγωγή θα μειωνόταν ραγδαία, καθώς δε θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν αρκετές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Φυσικά δεν είναι η μόνη μετάβαση που έγινε χωρίς μελέτη στην Eλλάδα, αλλά σε αυτή την περίπτωση ακόμη και εμείς σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μία τεράστια έκπληξη. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία που παρακολουθώ, αρκετά συστηματικά, ουδέποτε στη χώρα μας πραγματοποιήθηκε μία συστηματική μελέτη για τη σύγκριση της απόδοσης υβριδίων και παραδοσιακών ποικιλιών.
Όλοι και κυρίως οι γεωπόνοι δεχόμασταν a priori την υπεροχή των υβριδίων, ενώ υποτίθεται ότι παραβλέπαμε την υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων για χάρη της αύξησης της απόδοσης.Στην πραγματικότητα τα υβρίδια μπήκαν στη γεωργική πρακτική στη χώρα μας μαζί με τον εκσυγχρονισμό της γεωργικής εφαρμογής (μηχανήματα, αρδεύσεις, φυτοφάρμακα και λιπάσματα).Όσο και αν μοιάζει παράλογο, κανείς δε δοκίμασε τις παραδοσιακές ποικιλίες σε ιδανικές συνθήκες. Έτσι σιγά σιγά, ως καταναλωτές εξοικειωθήκαμε με τομάτες υβριδίων, οι οποίες είναι πρακτικά άγευστες, ωστόσο μπορούν να διατηρηθούν ένα μήνα στο ψυγείο. Σήμερα, που όλο και περισσότεροι καταναλωτές ζητούν την ολική επαναφορά της γεύσης στο καθημερινό τραπέζι, είναι ξανά η ώρα των παραδοσιακών ποικιλιών.
Mε αυτή την προοπτική το ξεχασμένο γενετικό υλικό που αντικαταστάθηκε τόσο βίαια, σήμερα μοιάζει πραγματικός θησαυρός για τον κάθε ερευνητή. Tα φυτά των παραδοσιακών ποικιλιών καλά προσαρμοσμένα στο περιβάλλον που καλλιεργήθηκαν για σειρά χρόνων και για πολλές γενεές, έφεραν γενετικό φορτίο που τους επέτρεψε να επιζήσουν στη δοκιμασία του πιο σκληρού κριτή. Tης φύσης. Αυτός ο σκληρός κριτής πετάει έξω οτιδήποτε δε μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του. Oι παραδοσιακές ποικιλίες, με αυτή την έννοια, κρύβουν στο γενετικό τους υλικό απαντήσεις στις περιβαλλοντολογικές προκλήσεις, στις οποίες σήμερα απαντάμε με τη χρήση φυτοφαρμάκων.
Πρόσφατα, το TEI Πελοποννήσου και τα εργαστήρια γενετικής-βιοτεχνολογίας και χημείας με επιστημονικούς υπεύθυνους τον υπογράφοντα το άρθρο και τον Δρ. I. Σπηλιώπουλο αντίστοιχα, χρηματοδοτήθηκαν για τη μελέτη της παραδοσιακής ποικιλίας τομάτας «Xοντροκατσαρή» από το Ίδρυμα Kαπετάν Bασίλης.
O απώτερος σκοπός της έρευνας είναι να εισαγάγουν τη συγκεκριμένη ποικιλία στη γεωργική πρακτική ξανά, ακόμη και σε συνθήκες υπερεντατικής καλλιέργειας όπως η υδροπονία, αλλά και να αποδείξουν την υψηλή θρεπτική της αξία. Eίναι ευτυχής συγκυρία ότι ένα τόσο σημαντικό Ίδρυμα μπορεί να χρηματοδοτεί έρευνα στο νομό Mεσσηνίας και πιστεύω πως είναι πια σειρά του καταναλωτή να μάθει να αγοράζει όχι μόνο με την όραση αλλά και με τη γεύση και την όσφρηση.
Eίναι επομένως σημαντικό να ξεφύγουμε από τα τυποποιημένα ομοιόμορφης εμφάνισης προϊόντα, αλλά ταυτόχρονα να δώσουμε την ευκαιρία στους παραγωγούς να καλλιεργήσουν ξανά τα δικά τους σπόρια, σπάζοντας τον κύκλο της εξάρτησής τους από μεγάλες εταιρίες.
Ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα: Παραδοσιακές ποικιλίες vs Υβρίδια
Οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι αυτές που έρχονται από τα βάθη των αιώνων, αυτές που μεταφέρουν ένα γενετικό φορτίο αναλλοίωτο σε όλα τα επίπεδα είτε γεύση, είτε άρωμα, είτε διατροφική αξία είτε παραγωγική ικανότητα, αυτές από τις οποίες προέκυψαν τα υβρίδια ύστερα από ανθρώπινη παρέμβαση. Ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα: Παραδοσιακές ποικιλίες vs Υβρίδια
Συνεπώς είναι… Η ΑΡΧΗ!
Δεν θα ισχυριστώ ότι όλες οι παραδοσιακές ποικιλίες στο σύνολό τους έχουν ικανοποιητική παραγωγή γιατί δεν είναι αλήθεια, θα υπερασπιστώ όμως την άποψη ότι μέσα στις εκατοντάδες των παραδοσιακών ποικιλιών υπάρχουν πολλές οι οποίες έχουν την ικανότητα μεγάλης παραγωγής και ίσως και μεγαλύτερης των υβριδίων.
Από πλευράς ανθεκτικότητας σε ασθένειες κι εδώ θα υποστηρίξω ότι επειδή έχουν για πάρα πολλές δεκαετίες εγκλιματιστεί στις συνθήκες του κάθε τόπου, έχοντας από πάνω τους τον αυστηρότερο κριτή…ΤΗΝ ΦΥΣΗ, η αντίστασή τους είναι μεγαλύτερη από αυτή των υβριδίων και μάλιστα με ελάχιστη η καθόλου φυτοπροστασία, σε αντίθεση με τα υβρίδια που αν δεν τους παρέχεις τις ιδανικές συνθήκες σε αυτούς τους τομείς (λίπανση, φυτοπροστασία, περισσότερη άρδευση), δεν θα αποδώσουν τις υποσχόμενες παραγωγές τους.
Γενικότερα, οτιδήποτε φύεται στην ελληνική γη τυγχάνει να λαμβάνει ιδιαίτερες ιδιότητες κι αυτό δεν είναι τυχαίο καθώς Χαρακτηριστικά του ελληνικού οικοσυστήματος τα «αναγκάζουν» να αποκτούν φαρμακευτικές ιδιότητες
Και εδώ γεννάται ένα ερώτημα.
ΓΙΑΤΙ ΑΠΕΜΠΟΛΗΣΑΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΥΒΡΙΔΙΑ;
Αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορική διαδρομή θα διακρίνουμε ότι στην γεωργική πραγματικότητα τα υβρίδια εμφανίστηκαν μαζί με την εφαρμογή της εκσυγχρονισμένης μηχανοποίησης στα καλλιεργούμενα χωράφια, αλλά και την ανάπτυξη των λιπασμάτων, προϊόντων φυτοπροστασίας, ζιζανιοκτονίας κ.λπ.
Αυτά τα τρία συνδέονται άμεσα καθώς τα υβρίδια απαιτούσαν τις λεγόμενες «ιδανικές συνθήκες» για την ανάπτυξή τους και κατά συνέπεια στην γεωργική οικονομία η παραγωγή πολλών και εξειδικευμένων μηχανημάτων καθώς και η παραγωγή λιπασμάτων και φαρμάκων πήραν μία αξιόλογη θέση… με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια.
και τέταρτο η υγεία μας: Η χρήση γεωργικών φαρμάκων είναι πιο επικίνδυνη από την ραδιενέργεια Και πέμπτο; Ανοίξαν την κερκόπορτα σε περαιτέρω “πρόοδο”: Οι κίνδυνοι των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων που τα καθιστούν απαγορευτικά
Ταυτόχρονα η καμπάνια για την υπεροχή των υβριδίων σαν την απάντηση μπροστά στην παγκόσμια πρόκληση της επερχόμενης διατροφικής ανεπάρκειας λειτούργησε και λειτουργεί πολύ καλά. Και σιγά σιγά οι άνθρωποι συνήθισαν στα υβρίδια που σε καμμία περίπτωση δεν άγγιζαν παλιές γεύσεις και αρώματα…
Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: «Βελτιώσαμε» τόσο τη ντομάτα που τώρα χρειάζεται… γεύση και άρωμα!
Και εδώ πάλι γεννάται άλλο ένα ερώτημα…
ΈΧΕΙ ΓΊΝΕΙ ΆΡΑΓΕ ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΟ ΣΟΒΑΡΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΥΒΡΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ «ΥΠΟ ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ» ΩΣΤΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ MPRANTIFER??
“Τροφή-Φάρμακο”:
Ζούμε, λοιπόν, την εποχή της λογικής του… παραλόγου κατά την οποία έχει χρησιμοποιηθεί το οτιδήποτε για να “βελτιώσει” όχι τον ίδιο τον καρπό θρεπτικά, αλλά την απόδοση του οικονομικά, ανεξαρτήτου εάν όλες αυτές οι παρεμβάσεις είναι ωφέλιμες για την υγιεία μας.
Έτσι καταλήγει στο πιάτο μας κάτι ανοίκειο, κάτι που ίσως να μην αναγνωρίζει ο οργανισμός, κάτι που μόνο οπτικά παραπέμπει στον οποιονδήποτε καρπό ή φυτό και το οποίο εάν κλείσεις τα μάτια σου, θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε τρόφιμο (στην Ελλάδα δεν είμαστε ακόμη εκεί… προς το παρόν!)
Και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ, εφόσον για την υγιεία μας, δεν έγινε κάτι καλλίτερο (ίσως μάλιστα να έχει γίνει και κάτι χειρότερο) και εφόσον δεν ικανοποιούνται αρκούντως οι αισθήσεις μας, πως τολμάνε να μιλάνε για ΒΕΛΤΊΩΣΗ;
Το ότι βελτιώθηκε η οικονομική της απόδοση, πως μπορεί να είναι ωφέλιμο και για εμάς, που θεωρητικά εμάς έχει στόχο η όποια βελτίωση;
Μήπως να το ξανά σκεφτούμε;
Το στοίχημα εν τέλει, είναι καθαρά ΔΙΚΌ ΜΑΣ, διότι εμείς θέλουμε να ψωνίζουμε π.χ. ντομάτα τον Χειμώνα και πορτοκάλια το Καλοκαίρι