Ο άγιος Θωμάς…
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα παιδί, ο Θωμάς. Καμιά φορά τα παιδιά βγάζουν μία ξεχωριστή περηφάνεια, μία απείθεια, μία ιδιαίτερη φάση ότι «εγώ κάποιος είμαι και όλοι οι άλλοι είναι κάτω από μένα» που ωστόσο δεν το κάνουν συνειδητά από κακία, απλά είναι ένα ψυχολογικό επιπρόσθετο, μία εγωιστική αντίδραση που βγαίνει σε πολλούς ανθρώπους.Συνήθως η ζωή σου δίνει ένα μπάτσο και συνέρχεσαι και καταλαβαίνεις ότι αυτό που σου ήρθε ήταν μία βλακώδης αντίδραση, οπότε διορθώνεις τη στάση σου, επανεκτιμείς τα πράγματα και αφήνεις πίσω σου αυτή τη κατάσταση. Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που το κρύβουν μέσα τους αυτό, οπότε δεν αισθάνονται συμπόνοια για τους άλλους, πάντα υπάρχει αυτό ο ένας, ο μέγας και… οι άλλοι, αυτοί που συνήθως φταίνε.Ο μικρός Θωμάς είχε τη τύχη (ή και την ατυχία) ότι προερχόταν από πλούσιο σπίτι και με γονείς που θέλαν το καλύτερο για το παιδί τους. Έτσι μόλις βγήκε αυτή η ανωτερότητα στο Θωμά, είπαν ότι χρειάζονταν τον καλύτερο παιδαγωγό για να προσέχει το παιδί τους, τον απομάκρυναν από τα υπόλοιπα παιδιά, αυτά της γειτονιάς, και πάντα τον δικαιολογούσαν, εεε είναι ξεχωριστό παιδί ο Θωμάς, έχει μία ιδιαιτερότητα, θέλει έναν ιδιαίτερο τρόπο εκπαίδευσης και φερσίματος και προσοχής….Έλα όμως που έτσι απομάκρυναν το Θωμά από τα υπόλοιπα παιδιά και έτσι πίστευε πλέον και ο ίδιος ότι ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Προσπαθούσαν να του δώσουνε ευκαιρίες να ανεβάσουν την αυτοπεποίθησή του και έτσι του λέγανε με το παραμικρό μπράβο, έτσι όμως ο Θωμάς πίστευε πάλι ότι ήταν ιδιαίτερος και ξεχωριστός…Το καημένο το παιδί όσο μεγάλωνε και αφού ποτέ δεν πήρε ένα μάθημα, έγινε απόμακρος, αγενής, να θέλει πάντα να γίνεται το δικό του και όσο ζούσαν οι γονείς του αυτό πάντα γινότανε. Κάποια στιγμή όμως και αυτοί πεθάνανε και ο Θωμάς έγινε ένας πλούσιος μεν μοναχικός δε άνθρωπος. Ποιος άραγε να ήταν ο δρόμος του; Οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν θέλαν μόνο να κερδίσουν από αυτόν και άμαθος καθώς ήταν από επιχειρήσεις, κατάφερε να χάσει σύντομα όλα του τα χρήματα.Δεν θα μπορούσε ωστόσο αυτός που είχε συνηθίσει να τα έχει όλα να ζήσει σε αυτή τη ζωή. Η περηφάνεια του τον έπεισε ότι για κάποιον λόγο έγινε αυτό που έγινε, και αφού είχε διαβάσει και κάποιους βίους αγίων, ένιωσε ότι ήταν και αυτός ….. άγιος. Που να πάει που να ρθει λοιπόν, πήρε το δρόμο για το Άγιο Όρος, με σκοπό να του αναγνωρίσουν εκεί την αγιοσύνη του. Μπήκε στη πρώτη μονή που βρήκε και έγινε καλόγερος. Νόμιζε ότι θα περάσει ζωή και κότα, έλα όμως που η ζωή του μοναχού είναι σκληρή με πολλές ώρες λειτουργίες, πολλές ώρες κοπιαστικής εργασίας και με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο.Μια μέρα που ήταν στη κουζίνα και έπρεπε να καθαρίσει κρεμμύδια, είπε στον μάγειρα: «Εγώ δεν καθαρίζω κρεμμύδια…. Εγώ ήρθα εδώ για να γίνω…. άγιος».- «Θα τα καθαρίσεις και θα πεις και ένα τροπάριο» του είπε ο μάγειρας που είχε αγανακτήσει τόσες μέρες με τα καπρίτσια του Θωμά και έκανε υπομονή. Τώρα ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι.Τον Θωμά τον έπιασε κρίση με αυτή την αγένεια του μάγειρα, πήρε το μαχαίρι και πήγε να κόψει τον ίδιο το λαιμό του, να μαρτυρήσει έτσι… και να δείξει και στο μάγειρα ότι δεν φέρονται έτσι σε έναν …. άγιο. Έβγαζε αφρούς από το στόμα και έλεγε τους άλλους όλους αμαρτωλούς και σιχαμένους…Οι μοναχοί με τη ψυχή στο στόμα πιάσαν, δέσαν το Θωμά και τον βάλανε σε ένα κελί του υπογείου.«Ηγούμενε τι θα κάνουμε με αυτό το κακό μπελά που μας βρήκε; Αυτός είναι ικανός με τη πρώτη ευκαιρία να βάλει τέρμα στη ζωή του, και να βρούμε το μπελά μας. Θα έρθει αστυνομία, θα κάνουνε ανακρίσεις…. Μήπως πρέπει να τον διώξουμε να πάει σε κανένα ίδρυμα;»«Έννοια σας και ξέρω τι μάθημα του χρειάζεται αυτού του αγίου….»Την επόμενη μέρα ο ηγούμενος πήγε στο κελί που ήταν δεμένος ο Θωμάς.-«Θωμά, έχεις δίκαιο για εμάς είμαστε αμαρτωλοί, απλοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να φτάσουμε στο επίπεδό σου, ενός αγίου…»-«Θα με σκοτώσετε λοιπόν, άντε κάντε το να μαρτυρήσω και να φτάσω στο βασίλειο των αγγέλων!»- «Ναι έτσι θα γίνει, αλλά όπως ξέρεις, σε κάθε άγιο, οι διώκτες του ήταν αυτοί που αποφάσιζαν με ποιο τρόπο θα τον τελειώσουνε…. Εσύ θα μαρτυρήσεις με το … ξύλο!»Έτσι, πρωί μεσημέρι και βράδυ έρχονταν κάτι γεροδεμένοι μοναχοί και άρχιζαν στα σκαμπίλια, στις μπουνιές, στις κλωτσιές και στους ραβδισμούς τον κακομοίρη το Θωμά. Ενώ στην αρχή περίμενε αυτός ότι με το μαρτύριο του θα αισθάνεται το φως του παραδείσου, αυτός αισθανόταν αντίθετα τους πόνους από τις σφαλιάρες που έτρωγε.Δύο μέρες άντεξε ο Θωμάς… Τη τρίτη μέρα με σκυμμένο το κεφάλι ζήτησε να δει τον Ηγούμενο…- «Άγιε Ηγούμενε, είναι πολύ βαριά η αγιοσύνη και δεν μπορώ να την ακολουθήσω…. Δεχτείτε με να υπηρετώ στο μοναστήρι σαν ένας απλός αμαρτωλός….»Από τότε ο Θωμάς δεν έγινε άγιος, έγινε όμως ένας απλός, ήσυχος, ευτυχισμένος με τα απλά πράγματα μοναχός.