Χαρουπιά : Ο χαμένος ελληνικός θησαυρός
Χαρουπιά το δέντρο εργοστάσιο
Η χαρουπιά ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι την καλλιεργούσαν για τους καρπούς της. Ο Πλίνιος περιγράφει τα γλυκά φασόλια της χαρουπιάς σαν τροφή για τα γουρούνια. Από τον Θεόφραστο μαθαίνουμε ότι το δέντρο, οι Ίωνες το αποκαλούσαν κερωνία ενώ ο καρπός ονομάζονταν και αιγυπτιακό σύκο. Ο Θεόφραστος περιέγραψε σωστά πως οι καρποί της βγαίνουν από τον κορμό του δένδρου, κι αυτό γιατί τα λουλούδια φυτρώνουν πάντοτε στις μασχάλες των φύλλων ή απευθείας από τα παλιά κλαδιά.
Το δένδρο αναφέρεται και στην παραβολή του Ασώτου. Το χαρούπι το έτρωγαν στην Αρχαία Αίγυπτο και το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντική ουσία για το γλυκό «νεντζέμ». Οι Ισραηλινοί έτρωγαν τα χαρούπια κατά τη διάρκεια των εβραϊκών διακοπών του «Του Μπισβάτ» ενώ οι μουσουλμάνοι κατά τη διάρκεια του Ραμαζάν έπιναν χυμό χαρουπιού. Στην Αίγυπτο σήμερα το τρώνε σαν σνακ, ενώ με τους συντριμμένους λοβούς φτιάχνουν ένα αναζωογονητικό ποτό. Χρησιμοποιείται επίσης σε ηδύποτα που φτιάχνονται σε Τουρκία, Μάλτα, Πορτογαλία και Σικελία. Στη Λιβύη και στο Περού χρησιμοποιούν το σιρόπι του χαρουπιού σε ποτό.
Τα άνθη βγαίνουν αρχές φθινοπώρου όπου και συλλέγονται μαζί με τα φύλλα, και οι λοβοί στα τέλη Ιουλίου. Πριν ωριμάσει ο καρπός της μοιάζει με πράσινο φασόλι, ενώ όταν ωριμάσει γίνεται καφετί και είναι σκληρός και γλυκός (κατατάσσεται στα όσπρια).
Μέσα στο «φασόλι» υπάρχουν 5-15 μικρά σκληρά κουκούτσια, τα κεράτια, τα οποία έχουν το χαρακτηριστικό ότι έχουν όμοιο βάρος (189 – 205 χιλιοστά του γραμμαρίου). Γι’ αυτό το λόγο το βάρος των σπερμάτων αυτών, των κερατίων, πρωτοχρησιμοποιήθηκε πριν 1500 χρόνια για τον ορισμό του καρατίου (0.2 γραμμάρια), δηλαδή της μονάδας μέτρησης του βάρους των πολύτιμων λίθων.
Το αλεσμένο περικάρπιο δίνει αλεύρι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά για ζωοτροφές αλλά και τους ανθρώπους, ενώ το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ, κατάλληλο για πολλές χρήσεις και χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις.
Η χαρουπιά ή Κερωνία η έλλοβος, είναι δέντρο μεγάλο που μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 13 μέτρα. Βρίσκεται αυτοφυής σε πολλές περιοχές της Μεσογείου και στην Ελλάδα, αλλά και καλλιεργείται σε φυτώρια για τον καλλωπισμό δρόμων και πάρκων.
Στο λεκανοπέδιο της Αττικής έχουν απομείνει πολλά δέντρα κυρίως για διακοσμητικούς λόγους. Περπατώντας πριν τα Χριστούγεννα επί της Θηβών, σκόνταψα σε αμάζευτα χαρουποκέρατα, και αυτό με έκανε να προσέξω τα πανύψηλα ξεχασμένα δέντρα, αμάζευτα και φορτωμένα με καρπούς.
Τα χαρούπια, οι καρποί του δέντρου είναι μακριά και στριφτά«φασόλια» πράσινου χρώματος όταν είναι άγουρα, που γίνονται καφέ και ξυλώδη όταν είναι ώριμα. Το εσωτερικό τους έχει ευχάριστη γλυκιά γεύση και περιέχει πολλά σκληρά σπόρια.
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες κατατάσσονται σε δύο μεγάλες ομάδες: τα κοντοχάρουπα και τα μακροχάρουπα. Σημαντική όμως είναι η άγρια χαρουπιά (η κερωνία η έλλοβος), όπου οι καρποί της είναι πλούσιοι σε ζάχαρη.
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιείται το αφέψημα από κοπανισμένα χαρούπια για τα παιδιά που πάσχουν από βρογχίτιδα ή κοκίτη, ενώ άλλοι το βράζουν μαζί με ξερά σύκα και σταφίδες και το πίνουν ως αντιβηχικό φάρμακο.
Επίσης, από τα σπόρια τους εξάγεται μία κολλώδης ουσία (κόμμι) χρήσιμη στη χαρτοβιομηχανία καθώς και σαν στερεωτικό σε διάφορα τρόφιμα. Τέλος, ο σπόρος της χαρουπιάς αντικατέστησε στο παρελθόν ακόμα και τον καφέ, καβουρντιζόμενος με αμύγδαλα και ρεβίθια.
Από το δέντρο εξάγονται βαφικές και κολλητικές ουσίες κατάλληλες για την βυρσοδεψία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χαρτιού, το έλαιο των καρπών χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία. Το ξύλο της δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, ενώ ο φλοιός και τα φύλλα της χρησιμεύουν στη βαφική.
Στην Κύπρο που καλλιεργείται αδιάλειπτα, το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα). Εκεί σήμερα κυριαρχούν τρεις ποικιλίες της χαρουπιάς, η Τηλλυρίας, τα κουντούρκα και τα κουμπωτά. Στην Ανώγυρα λειτουργεί Μουσείο Παστελιού, με στόχο την παρουσίαση του παραδοσιακού παστελιού με βασικό συστατικό του το χυμό των χαρουπιών.
Η χαρουπιά καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά. Δεν αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες, προτιμά τις ηλιόλουστες θέσεις γι’ αυτό καλλιεργείται συχνότερα σε θερμές εύκρατες ζώνες. Ένα ώριμο δέντρο που καλλιεργείται σε ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες και γόνιμο έδαφος μπορεί να αποδώσει έως και 400 κιλά “φασόλια”. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια.
Η χαρουπιά φυτεύεται παντού, ακόμη και στα πεζοδρόμια, λόγω του πυκνού ίσκιου της και της μηδενικής φροντίδας που απαιτεί. Στην Κρήτη υπάρχει και το μεγαλύτερο φυσικό δάσος με χαρουπιές στην Ευρώπη, το χαρουπόδασος των Τριών Εκκλησιών.
Άλλες ονομασίες: Κερωνιά, Ξυλοκερατιά, Κουντουριδιά, Ψωμί του Άγιου Ιωάννη,κ.ά.
Λατινικό όνομα: Ceratonia siliqua.
Οικογένεια: Φαβίδες ή Χεδρωπά (Leguminosae).
Άνθιση-συλλογή-χρησιμοποιούμενα μέρη:
Τα άνθη βγαίνουν στα μέσα του φθινοπώρου όπου και συλλέγονται μαζί με τα φύλλα, και οι λοβοί στα τέλη Ιουλίου. Η συγκομιδή των καρπών της προηγούμενης χρονιάς στην αρχαιότητα ξεκινούσε με την εμφάνιση του αστερισμού του Κυνός, στα τέλη Ιουλίου. Το αλεσμένο περικάρπιο δίνει αλεύρι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά για ζωοτροφές αλλά και τους ανθρώπους, ενώ το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ, κατάλληλο για πολλές χρήσεις.
Τα πλούσια σε σάκχαρα χαρούπια σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως σαν ζωοτροφή και στη βιομηχανία. Οι καρποί της όμως υπήρξαν κάποτε πολύτιμοι και για τη διατροφή των ανθρώπων.
Διατροφική αξία
Τα χαρούπια είναι γλυκά, εύγευστα και θρεπτικά, και τάισαν πολύ κόσμο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Κι αυτό γιατί παρά την σκουρόχρωμη και ζαρωμένη σάρκα τους, περιέχουν πρωτεΐνες, βιταμίνες, μέταλλα όπως ασβέστιο και σίδηρο, κ.ά.
Δέντρο εργοστάσιο, που θυμόμαστε σε περιόδους πολέμων και λιμών, που η τροφή είναι δυσεύρετη. Περιέχουν σάκχαρο σε μεγάλη αναλογία (50%) από το οποίο το 30% είναι σταφυλοσάκχαρο, 10% πρωτεΐνη, και 6% λίπος.
Επίσης περιέχουν βιταμίνες Α, και D, βιταμίνες της ομάδας Β και καροτίνη, κάλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, φώσφορο, σίδηρο, μαγγάνιο, χαλκό, χρώμιο, νικέλιο, λίγο ισοβουτυρικό οξύ (που ευθύνεται για την ελαφρώς δυσάρεστη μυρωδιά), ταννίνες, ινώδεις ουσίες όπως λιγνίνη (επιδρά κατασταλτικά στη χοληστερίνη, έχει θετικά αποτελέσματα κατά του διαβήτη και της παχυσαρκίας), βλέννα, κυτταρίνη και τουλάχιστον ακόμη 6 αντιοξειδωτικές ουσίες.
Είναι εύπεπτα και δεν προκαλούν αλλεργίες. Τα χαρούπια είναι και σήμερα χρήσιμα καθώς δεν περιέχουν γλουτένη, στην οποία πολλά άτομα είναι αλλεργικά. Επίσης μπορούν να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία γλυκών.
Άλλες χρήσεις:
Σαν σακχαρούχος καρπός μετά από ζύμωση και απόσταξη παρέχουν αλκοόλη σε ποσοστό 25%. Οι άγουροι λοβοί περιέχουν δεψικές και χρωστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη βαφή υφασμάτων. Οι σπόροι των χαρουπιών αποτελούν πολύτιμο βιομηχανικό υλικό. Από αυτούς εξάγεται κυτταρίνη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή φωτογραφικών πλακών, στη χαρτοβιομηχανία και αλλού.
Επίσης εξάγεται κόμμι χρήσιμο και τη βιομηχανία τροφίμων, και τη φαρμακευτική. Το κόμμι κυκλοφορεί σαν πρόσθετη ουσία για τα τρόφιμα με την επισήμανση (Ε 410) και χρησιμεύει σαν μέσο πήξης. Από το δέντρο εξάγονται βαφικές και κολλητικές ουσίες κατάλληλες για την βυρσοδεψία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χαρτιού, το έλαιο των καρπών χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία.
Η χαρουπιά είναι είδος δασικό, γεωργικό, βιομηχανικό και καλωπιστικό. Το ξύλο της χρησιμοποιείται σε ξύλινες διακοσμήσεις, το καρδιόξυλό της στην επιπλοποιεία, και τη βαρελοποιεία, δίνει ξυλάνθρακες αρίστης ποιότητας, ο φλοιός και τα φύλλα της χρησιμεύουν στη βαφική.
Στην Κύπρο που καλλιεργείται αδιάλειπτα,
το 90% της παραγωγής εξάγεται σε διάφορες μορφές (χαρουπάλευρο, ολόκληρος καρπός, χαρουποπυρήνας, αλεσμένα, γόμα). Η χαρουπιά καλλιεργείται εύκολα και ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη εκτός από τα υγρά και τα άπορα, και μπορεί να αντέξει σε έκτακτες χαμηλές θερμοκρασίες 2o-3ο C κάτω από το μηδέν.
Το δέντρο προτιμά τις ηλιόλουστες θέσεις γι’αυτό καλλιεργείται συχνότερα σε θερμές εύκρατες ζώνες. Οι σπόροι συγκομίζονται κατά τη θερινή περίοδο. Ένα ώριμο δέντρο που καλλιεργείται σε ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες και γόνιμο έδαφος μπορεί να αποδώσει έως και 400 κιλά φασόλια. Η καρποφορία της αρχίζει συνήθως το 6-7 έτος και συνεχίζεται για πολλά χρόνια.
Στην Κύπρο σήμερα κυριαρχούν τρεις ποικιλίες της χαρουπιάς, η Τηλλυρίας, τα κουντούρκα και τα κουμπωτά. Στην Ανώγυρα λειτουργεί Μουσείο Παστελιού, με στόχο την παρουσίαση του παραδοσιακού παστελιού με βασικό συστατικό του το χυμό των χαρουπιών.
Η Χαρουπιά ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι την καλλιεργούσαν για τους καρπούς της.
Στη λαϊκή ιατρική χρησιμοποιούσαν το τσάι από κοπανισμένα χαρούπια για τα παιδιά που έπασχαν από βρογχίτιδα ή κοκκίτη. Στους δύσκολους καιρούς πολύς κόσμος φούρνιζε τους σπόρους, τους άλεθαν και ανακάτευαν τη σκόνη με το λιγοστό αλεύρι για την παρασκευή του απαραίτητου για την οικογένεια ψωμιού, και ακόμη μ’αυτό το αλεύρι αντικαθιστούσαν τον καφέ.
Βράζοντας τα χαρούπια παρασκεύαζαν “χαρουπόμελο” το οποίο και χρησιμοποιούσαν σαν κύρια γλυκαντική ουσία.
Ο φλοιός του δέντρου έχει ισχυρή στυπτική δράση, και χρησιμοποιήθηκε πολύ στο παρελθόν για την αντιμετώπιση πολλών παθήσεων του πεπτικού όπως διάρροια, δυσεντερία, στον ερεθισμό του στομάχου και στις αλλεργίες, τον επίμονο βήχα, τα κρυώματα και τον πονόλαιμο.
Οι χαρουπιές έχουν ιδιότητες που υποστηρίζουν με πολλούς τρόπους την υγεία.
Τα χαρούπια αποσπώνται με τα χέρια ή με ραβδισμό από τα δέντρα και συγκεντρώνονται σε υπόστεγα ή σε ειδικούς κλιβάνους για να ξεραθούν και αποθηκεύονται. Η χαρουπιά προσβάλλεται από πολλά φυτικά παράσιτα και έντομα που η καταπολέμησή τους είναι αρκετά δύσκολη.
Οφέλη για την υγεία:
Δρα ως στυπτικό, καταπραϋντικό, μαλακτικό και καθαρτικό. Βοηθά σε προβλήματα μειωμένης λίμπιντο και δρα κατά της μείωσης του αριθμού των σπερματοζωαρίων. Βοηθά σε προβλήματα βρογχικού άσθματος. Ο πολτός του φρέσκου λοβού είναι ελαφρά ευκοίλιος, ενώ το αλεύρι από τους λοβούς θεραπεύει τη διάρροια, και ανακουφίζει σε ερεθισμούς της κοιλιάς.
Σαν τσάι είναι καταπραϋντικό και μαλακτικό, επίσης στυπτικό. Αυτές οι δράσεις μοιάζουν αντιφατικές. Είναι όμως κλασικό χαρακτηριστικό της δράσης των φυτών όπου, τα μέρη τους επιδρούν διαφορετικά ανάλογα με το σημείο του φυτού και τον τρόπο παρασκευής τους.
Οι σπόροι είναι στυπτικοί και καθαρτικοί. Ο φλοιός είναι έντονα στυπτικός. Χρήσιμα ακόμη θεωρούνται τα φύλλα και τα άνθη του φυτού, σε παθήσεις του φάρυγγα. Το αλεύρι χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία καλλυντικών για τη σύσφιξη και την ανάπλαση του δέρματος.
Ιδέες
Περιποίηση του δέρματος: Κάνει το δέρμα σφιχτό και στιλπνό, βοηθά στην ανόρθωση του γυναικείου στήθους. Βράζουμε ίση ποσότητα νερού και χαρουπιών (ποσότητα νερού που να σκεπάζει τα χαρούπια) για 30 λεπτά. Το φιλτράρουμε και κρατάμε το νερό. Πλενόμαστε, και λουζόμαστε με αυτό το νερό.
Χαρουπόμελο: Λέγεται το σιρόπι από χαρούπια. Χρησιμοποιείται εκτός από τα γλυκά, και σε προβλήματα του αναπνευστικού συστήματος. Οι διαβητικοί δεν πρέπει να το χρησιμοποιούν, αν και τα προϊόντα από το υπόλοιπο δέντρο τους ωφελούν.
Προοπτικές
Αναδασώσεις: Η χαρουπιά είναι σπουδαίο διακοσμητικό φυτό. Είναι όμως ακόμη σπουδαιότερη σαν δασικό δέντρο. Εμποδίζει την εξάπλωση της φωτιάς, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με το πεύκο και είναι κατάλληλη για αναδασώσεις.
Και όσο και αν ο εμπορικός ρόλος της χαρουπιάς στις μέρες μας έχει υποβαθμιστεί, ο περιβαλλοντικός της ρόλος είναι σπουδαίος γιατί μπορεί να επιβιώνει σε άγονα και ξηρικά ασβεστολιθικά εδάφη. Πολλές περιοχές οφείλουν στη χαρουπιά το πράσινο χρώμα τους, ενώ συγχρόνως το πλούσιο ριζικό της σύστημα συγκρατεί και προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση.
Η χαρουπιά μπορεί να καλύψει εγκαταλελειμμένες ή άγονες και θαμνώδεις εκτάσεις, ακόμη και βραχώδη εδάφη. Οι αναδασώσεις στις εκτάσεις αυτές, μπορούν να σταματήσουν τις διαβρώσεις, να αλλάξουν τη φυσιογνωμία των περιοχών,να δώσουν νέες δυνατότητες και να κάνουν τα μέρη πιο ελκυστικά για τους επισκέπτες.
Το μεγαλύτερο μέρος της ψίχας των χαρουπιών που παράγονται σήμερα, χρησιμοποιείται για ζωοτροφή. Η αξία του σε αμυλαξία είναι μικρότερη όταν συγκριθεί με άλλες κτηνοτροφές (καλαμπόκι 780 μονάδες, κριθάρι 689 μονάδες και χαρούπι 500 μονάδες).
Όμως η τιμή του το κάνει οικονομικότερη κτηνοτροφή, και όταν αναμιγνύεται με άλλες ζωοτροφές βελτιώνει τη γεύση τους με αποτέλεσμα να καταναλώνονται πιο ευχάριστα από τα ζώα.
Διάφορα Εθνικά και Ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδοτούν και προωθούν κατά καιρούς την επέκταση των φυτειών της χαρουπιάς.
Τα χαρούπια είναι τροφή ικανοποιητικά θρεπτική αφού περιέχει μεγάλο αριθμό μετάλλων, ιχνοστοιχείων, βιταμινών και πρωτεϊνών. Περιέχει ασβέστιο σε τριπλάσια αναλογία από το γάλα, (350 mg ανά 100 gr) σε σύγκριση με το γάλα (120 mg Ca ανά 100 gr), επίσης φώσφορο, σίδηρο, μαγνήσιο, κάλιο, πυρίτιο κ.ά.)
Το παραδοσιακό κρητικό χαρούπι αξιοποιείται ξανά από τη μονάδα *”Creta Carob” που αναπτύσσεται στην περιοχή του Ρεθύμνου. Η επιχείρηση παίρνει τα χαρούπια από τους παραγωγούς της περιοχής και παράγει μια μεγάλη σειρά προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή:
Χαρουπάλευρο, σιρόπι χαρουπιού, αλεσμένο χαρούπι για τσάι, υποκατάστατο του καφέ και του κακάο από επεξεργασμένη σκόνη χαρουπιού, παξιμάδια από χαρουπάλευρο. Τα προϊόντα κυκλοφορούν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η τιμή τους για τον καταναλωτή είναι εξαιρετικά προσιτή.
Που τα βρίσκουμε;
Στο εμπόριο, θα βρούμε τα χαρούπια σε μορφή πλάκας, σκόνης ή σαν σιρόπι, και λόγω των χαμηλών θερμίδων, σε γλυκά να αντικαθιστούν τη σοκολάτα ή τη ζάχαρη. Τα τελευταία χρόνια στα καταστήματα με είδη φυσικής διατροφής έχουν κάνει ξανά την εμφάνισή τους παράγωγα του χαρουπιού όπως το χαρουπόμελο και το χαρουπάλευρο.