ERIOBOTRYA JAPONICA-μουσμουλιά: σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Η μεσκουλιά είναι δένδρο αρκετά γνωστό στην Ελλάδα, ιδίως στις θερμότερες περιφέρειες αυτής. Μολονότι, από δενδροκομικής άποψης δεν παρουσιάζει αξιόλογη σημασία, εν τούτοις, λόγω της εξαιρετικής πρωιμότητας των καρπών της, αποτελεί είδος ενδιαφέρον τόσον από παραγωγικής όσο και από οικονομικής εκμετάλλευσης.
Η μεσπηλέα, από το επιστημονικό της όνομα φαίνεται ότι κατάγεται από την Ιαπωνία και την Ανατολική Κίνα, εισήχθη δε στην Ευρώπη, μάλλον ως φυτό καλλωπιστικό, που επεκτάθηκε κατόπιν στα θερμότερα μέρη ως καρποφόρο δένδρο.Σε εμάς συναντάται συνήθως υπό τον διπλό αυτό ρόλο, συγκαλλιεργουμένη μαζί με άλλα οπωροφόρα, άνθη ή λαχανικά, σπανιότερα και μονομερώς σε μεγάλη κλίμακα, κυρίως δε στις περιφέρειες Πατρών, Αττικής και των Νησιών.
Το φυτό αυτό είναι αειθαλές, ανήκει στην οικογένεια των ροδανθών, είναι σχετικώς μικρών διαστάσεων 3-4 μ. ύψους, λαμβάνει φυσικός στρογγυλό σχήμα ή πυραμιδοειδές. Φέρει φύλλα μεγάλα περγαμηνοειδή, λεία επί της άνω επιφάνειας και τραχέα χνουδωτά υπόλευκα επί της κάτω και άνθη κίτρινα, ενωμένα κατά κορύμβους, αναδίδοντας χαρακτηριστική οσμή πικραμυγδάλων, τα οποία εμφανίζονται κατά Νοέμβριο-Φεβρουάριο αναλόγως του κλίματος. Ο καρπός είναι ραξ, σφαιρικός ή ωοειδής με σάρκα κίτρινη οξύγλυκη, περικλείουν 2-4 μεγάλους σπόρους, οι οποίοι και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του.Η μεσπηλέα, ως δένδρο καρποφόρο, ευδοκιμεί γενικώς υπό ανάλογο κλίμα προς το της ελιάς, αλλά σε τόπους πάντως απαλλαγμένους των χειμερινών και εαρινών παγετών, για να μην διακινδυνεύει η πρωιμότατη ανθοφορία της και συνεπώς ολόκληρη η παραγωγή. Ως εκ τούτου, προτιμά θέσεις προφυλαγμένες από τις πάχνες και τους ψυχρούς ανέμους με περιβάλλον σχετικώς δροσερό, προκειμένου όμως για σκοπό αποκλειστικώς καλλωπιστικό παρουσιάζει αντοχή και υπό κλίμα βορειότερο.Όσον αφορά το έδαφος, δεν είναι πολύ απαιτητική, αρκεί τούτο να είναι βαθύ, γόνιμο και διαπερατό, αλλά τους αφθονώτερους και ευχυμότερους καρπούς αποδίδει ασφαλώς στις ελαφρές γαίες και φυσικώς υγρές ή αρδεύσιμες.
Ο πολλαπλασιασμός της μεσπηλέας γίνεται δια σποράς, παραφυάδων και εμβολιασμού. Η σπορά ενεργείται εντός σπορείων ή δοχείων κατά Απρίλιο-Μάιο, διά σπόρων ληφθέντων προσφάτως από τελείως ώριμων καρπών, αλλιώς μετά 10-15 ημέρας αυτοί χάνουν την βλαστική τους ικανότητα. Οι καλλιεργητικές περιποιήσεις αυτών είναι ανάλογοι προς τις των άλλων οπωροφόρων δένδρων. Τα αποκτώμενα δενδρύλλια μεταφυτεύονται επί τόπου μετά από 2-4 έτη, εάν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς, πάντοτε μαζί με το χώμα τους.Τα προερχόμενα δένδρα από σπόρο αποβαίνουν ζωηρότερα, ανθεκτικότερα και παραγωγικότερα από αυτά των παραφυάδων. Ο εμβολιασμός ευρίσκει εφαρμογή μόνον προς απόκτηση ορισμένων επιθυμητών ποικιλιών, χρησιμοποιουμένων ως υποκειμένων είτε της εκ σποράς μεσπηλέας είτε άλλων τινών συγγενών ειδών π. χ. της μεσπηλέας της Γερμανικής, της κυδωνιάς και του κραταίγου οξυακάνθου.
Ο μάλλον εν χρήσει εμβολιασμός είναι ο ενοφθαλμισμός, ο οποίος εφαρμόζεται και Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ή ο εγκεντρισμός διά σχισμής, κατά Μάρτιο-Απρίλιο, λαμβανομένου ως εμβολίου κλάδου διετούς.Στη καλλιέργεια και εκμετάλλευση, η μεσπηλέα έχει ανάγκη όλων των συνήθων φροντίδων, δηλαδή των οργωμάτων και σκαλισμάτων, των απαραιτήτων αρδεύσεων ανά 15-20 ημέρες, καθώς και κατάλληλων λιπάνσεων προς εξασφάλιση μείζονος και βελτιωμένου προϊόντος.
Επί της κόμης δεν απαιτούνται έτερα κλαδεύματα, αλλά μόνο τα αναγκαία καθαρίσματα, διά αφαιρέσεως των ξηρών και περιττών κλαδιών, αραιωμένων συγχρόνως και των πολύ πυκνών και παλαιών καρπόφορησάντων κλαδίσκων.Η καρποφορία της μεσπηλέας συνήθως ξεκινάει κατά το 7-8 έτος, φτάνοντας σε ακμή παραγωγής κατά το 15-20 έτος, τότε η απόδοσης κυμαίνεται μέχρι 30-50 οκάδ, κατά δένδρο.
Η ωρίμανση των καρπών λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο στα θερμότερα μέρη και κατά Μάιο στα ψυχρότερα. Η συλλογή αυτών πρέπει να γίνεται σε πλήρη ωρίμανση, δηλαδή, όταν οι καρποί αποκτήσουν το χαρακτηριστικόν χρώμα κίτρινο – ηλέκτρου. Επειδή δε παρουσιάζονται ως πρώτα φρούτα της άνοιξης, ευρίσκουν στην αγορά πάντοτε ικανοποιητικές τιμές και ευχερή κατανάλωση.
Ποικιλίες: Δεν παρουσιάζει παρά δυο τυπικές ποικιλίες, την μικρόκαρπο και την στρογγυλόκαρπο διακρινόμενες από την μορφή των καρπών αυτών.
Ασθένειες: Είναι ανάλογες προς τις ασθένειες της κυδωνιάς, παρουσιάζονται όμως σε μικρότερα κλίμακα από αυτή.Η μεσμηλέα η γερμανική (μουσμουλιάΑυτή αποτελεί έτερο είδος συγγενές και όμοιο προς το προηγούμενο, αλλά φυλλοβόλο και μάλλον αγροτικό, προέρχεται δε από την Ασία και συναντάται σε όλες τις εύκρατες χώρες καλλιεργούμενη ως καρποφόρο είτε και καλλωπιστικό.
Το δένδρο αυτό είναι μέτριων ή μικρών διαστάσεων και συνήθως θαμνώδες. Οι κλάδοι είναι χονδροί και ενίοτε ακανθώδεις στα νέα φυτά, με φλοιό αρχικώς πράσινο χνουδωτό, καθιστάμενο βραδύτερο τεφρόχρουν και λείο. Τα φύλλα είναι μεγάλα και επιμήκη, χνουδωτά επί της κάτω επιφάνειας και αισθητώς ρικνά, τα δε άνθη μεμονωμένα, υπόλευκα, παρουσχαζόμενα στα άκρα των λεπτών μονοετών κλάδων, όπως στην κυδωνιά. Ο καρπός, σχήματος κωνικού (σβούρας) με οφθαλμό πολύ ευρύ στεφανωμένο διά των αυξημένων πετάλων έχει σάρκα λίαν όξινη και στυφή που περικλείει 2-5 ξυλώδεις σπόρους.Η εν λόγο μεσμηλέα (κοινώς μουσμουλιά) υπερβαίνει την ζώνη της ελιάς, ευδοκιμεί και σε βορειότερους ή ορεινότερους τόπους, ακολουθεί δε σχεδόν την άμπελο. Πάντως όμως, ως δένδρο καρποφόρο απαιτεί τόπους προφυλαγμένους, ιδίως εκ των εαρινών παγετών. Ως προς το έδαφος συμβιβάζεται με όλα τα εδάφη εκτός των πολύ υγρών ή πολύ ξηρών. Εν τούτοις στα μάλλον γόνιμα αμμοαργιλλώδη παρουσιάζει ασφαλώς καλλίτερα αποτελέσματα.
Ο πολλαπλασιασμός της μουσμουλιάς επιτυγχάνεται διά «σποράς και εμβολιασμού». Ο πρώτος είναι ελάχιστα σε χρήση, ως πολύ βραδύς, προτιμουμένου, συνηθέστερο, του εμβολιασμού δια εξημερώσεις διαφόρων υποκειμένων. Ο εμβολιασμός είναι δυνατόν να εφαρμόζετε δια ενοφθαλμισμού κατά τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο, είτε δια εγκεντρισμού στεφανίτου ή σχισμής κατά Μάρτιο – Απρίλιο.
Ως υποκείμενα χρησιμοποιούνται όλοι οι τύποι των κράταιγων, η κυδωνιά, η σορβιά, ως και η αχλαδιά. Το καλλίτερο από όλα θεωρείται ο κράταιγος αζαρόλος.Η μεσμηλέα συνήθως εμφυτεύεται προς σχηματισμό μονομελούς δενδρώδους ή σε συγκαλλιέργεια μετά της αμπέλου, λαχανικών κ.ά. χαμηλών φυτών. Δύναται όμως να αποτελέσει πρώτης τάξεως για συστάδες διαζωμάτων, δρόμων, χωρισμάτων διαφόρων καλλιεργειών είτε και φρακτών.
Η καλλιέργεια δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις, αλλά τις στοιχειωδέστερες, όσες και τα λοιπά καρποφόρα δένδρα. Εμβολιαζόμενη δε επί υποκειμένων αυτοφυών αντέχει εξόχως στην ξηρασία και τις δυσμενείες του περιβάλλοντος. Ωσαύτως δεν έχει ανάγκη κλαδευμάτων παρά μικρά υποβοήθηση κατά τα πρώτα έτη, προς απόκτηση στοιχειώδους κανονικού σχήματος, αφινόμενη κατόπιν σε ελευθέρα ανάπτυξη για δημιουργία πολλών λεπτών κλαδίσκων, οργάνων της παραγωγής.Η καρποφορία ξεκινάει κατά το μάλλον και ήττον συντόμως, αναλόγως τις ηλικίας και του είδους του υποκειμένου. Η συλλογή των καρπών γίνεται διά της χειρός το φθινόπωρο, μόλις αρχίσουν να αποκτούν χρώμα ρόδινο ανοικτό και σχετική τινά στιλπνότητα. Στην κατάσταση ταύτη, λόγο της πολλής τανίνης, που περιέχουν, δεν τρώγονται, διότι είναι εξαιρετικά στυφοί και όξινοι. Η ωρίμανση λαμβάνει χώρα στην αποθήκη, όπου τοποθετούνται εντός ξηρών φόρτων, φύλλων ή άχυρων, η κατανάλωσης δε αυτών είναι δυνατή μόνο, όταν υποστούν την υπερωρίμανση, δηλαδή, αρχίσουν να καθίστανται μαλακοί και να λαμβάνουν μελανόφαιο χροιά. Ως καρποί όψιμοι αποτελούν πολλές φορές είδος επιτραπέζιο αρκούντως επιθυμητό.
Ποικιλίες. Εκ τούτων οι μάλλον σταθερές και διακεκριμένοι είναι :
Μεσμηλέα η κοινή με καρπούς μέσου μεγέθους, η οποία είναι και η μάλλον διαδεδομένη.
Μεσμηλέα η μεγαλόκαρπος με καρπούς ογκωδέστερους, άλλα κατωτέρας ποιότητας.
Ασθένειες: Οι μάλλον συνήθεις είναι:
- Σκωρίαση των φύλλων: Εκδηλώνετε με ερυθρωπών κηλίδων, οφειλόμενων σε φυτικό παράσιτο (Stigmata Mespili). Καταπολεμείται με βορδιγάλλειο πολτό.
- Ωΐδιο: Προσβάλλει τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς προκαλώντας την πρόωρη πτώση αυτών. Οφείλεται σε μύκητα (Rodosphaera oxyacanthae) ο οποίος καταπολεμείται ευχερώς δια επανειλημμένων θειώσεων.
- Φουσικλάδιο: Ανάλογο με αυτό της αχλαδιάς.
Η κυριότερη ασθένεια της μουσμουλιάς οφείλεται στον μύκητα του φουζικλάδιου που εκδηλώνεται στο άνθος, στους καρπούς, στα φύλλα, στους μίσχους και στους βλαστούς της μουσμουλιάς υπό μορφή κηλίδων που σταδιακά παίρνουν ένα μεταλλικό μαύρο χρώμα. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας του φουζικλάδιου της μουσμουλιάς, εφαρμόζουμε ψεκασμό με χαλκούχο διάλυμα στα στάδια: λίγο πριν την άνθιση της μουσμουλιάς, μετά την πτώση των πετάλων του άνθους και όταν ο καρπός της μουσμουλιάς είναι σε μέγεθος μεγάλου ρεβιθιού.
Κι ένα τελευταίο μυστικό για την καλλιέργεια της μουσμουλιάς
Κατά την καλλιέργεια της μουσμουλιάς, πραγματοποιούμε αραίωμα των ανθέων ή των μικρών καρπών της μουσμουλιάς, για να πετύχουμε παραγωγή μεγαλύτερων και πιο ζουμερών καρπών.