Ψευτοκολοκάσι – Αγκινάρα της Ιερουσαλήμ: Φύτεμα – καλλιέργεια
Το ψευτοκολοκάσι επιτυγχάνει σχεδόν σε όλα τα χώματα, έκτος από τα πολύ βαριά και σφικτά, επειδή φοβάται πολύ την υγρασία.
Αντιθέτως, δίδει πολύ καλά αποτελέσματα στα ξηρά και στραγγερά εδάφη, αρκεί να είναι κοπρισμένα και καλοδουλευμένα. Επίσης στο κρύο αντέχει εξαιρετικά.O τρόπος της καλλιέργειας του είναι ανάλογος προς εκείνην των γεωμήλων (πατατών). Για σπορά χρησιμοποιούνται κόνδυλοι ολόκληροι, κατά προτίμηση, γιατί όταν κόβονται σαπίζουν ή ξεραίνονται. Οι μεγαλύτεροι είναι καταλληλότεροι των μικρών.Η φυτεία γίνεται Φεβρουάριο – Μάρτιο, κατά γραμμές 50-60 πόντους ή μία της άλλης και μεταξύ των κατά διαστήματα 35-40 πόντους, σε βάθος 8-10 πόντους.
Για έκαστο στρέμμα απαιτούνται 120-150 οκάδ. κονδύλων, περίπου. Οι περιποιήσεις που απαιτούνται, μετά την βλάστηση, συνίστανται από 2-3 σκαλίσματα και 1-3 ποτίσματα, σε περιπτώσεις μεγάλης ξηρασίας.
Η συγκομιδή αρχίζει όταν ξεραθούν τα φύλλα και το στέλεχος τους, δηλαδή, από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Για τον λόγο που οι κόνδυλοι πανιάζουν γρήγορα και στεγνώνουν, πρέπει να ξεριζώνονται τμηματικώς και σύμφωνα με τις ανάγκες της καταναλώσης. Πάντως, όταν μείνουν λίγες ώρες στο νερό επανακτούν την φρεσκάδα τους. Μια καλή παραγωγή ή μπορεί να δώσει 1500 – 2000 οκάδ. ψευτοκολοκάσι, κατά στρέμμα, ή και περισσότερο.Βρώσιμα μέρηΟι κόνδυλοι τρώγονται ωμοί ή μαγειρεμένοι. Αναπτύσσουν μια ευχάριστη γλυκύτητα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ειδικά αν συλλεχθούν μετά από παγετούς. Διαφορετικά είναι καλύτεροι ψημένοι και μπορούν να μαγειρευτούν όπως και οι πατάτες. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται σαν υποκατάστατό τους. Έχουν παρόμοια υφή, αλλά πιο γλυκιά γεύση. Κομμένοι -ωμοί- σε λεπτές φέτες, είναι κατάλληλοι για σαλάτες.
Ψημένοι και αλεσμένοι, είναι ένα υποκατάστατο του καφέ.
Σαν πουρές συνοδεύουν όμορφα ψητά κρέατα.
Οι υδατάνθρακες που περιέχουν οι κόνδυλοι έχουν την τάση να μαλακώνουν πολύ όταν βράζουν, και διατηρούν καλύτερα την υφή τους αν ψηθούν στον ατμό.
Μπαίνουν σαν γέμιση σε πίτες αλμυρές ή γλυκές με φρούτα, τζίντζερ, σταφίδες, κ.ά.Οι κόνδυλοι είναι πλούσιοι σε ινουλίνη, ένα άμυλο που το σώμα δεν μπορεί να χωνέψει, έτσι παρέχουν κορεσμό χωρίς πολλές θερμίδες. Όμως μπορεί να προκαλέσουν τυμπανισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις, γαστρικό άλγος. Μερικοί άνθρωποι δεν είναι καθόλου ανεκτικοί στην ινουλίνη, και θα πρέπει να είναι προσεκτικοί με την ποσότητα. Αντίθετα με τους περισσότερους κονδύλους, αλλά όπως και με άλλα φυτά της οικογένειας Asteraceae (συμπεριλαμβανομένης της αγκινάρας), οι κόνδυλοι του ηλίανθου αποθηκεύουν τους υδατάνθρακες σαν ινουλίνη (δεν πρέπει να συγχέεται με την ινσουλίνη), αντί αμύλου. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμεύουν σε πολλά τρόφιμα σαν σημαντική πηγή διαιτητικών ινών,και ως υποκατάστατο ζάχαρης. Η καθαρή ινουλίνη έχει μια γλυκαντική ισχύ 30% αυτής της ζάχαρης και «προφίλ γλυκύτητας» πολύ όμοιο με τη ζαχαρόζη.
Αναφέρεται πως έχει χρησιμοποιηθεί ως καθαρτικό, αφροδισιακό, χολαγωγό, διουρητικό, σπερματοπαραγωγό, τονωτικό, και ήταν μια λαϊκή θεραπεία για το διαβήτη και τους ρευματισμούς, όπως και ο Ηλίανθος τα παλιότερα χρόνια.Ο Ηλίανθος παρέχει 650 mg καλίου ανά 1 φλιτζάνι (150γρ) ή μερίδα. Έχει επίσης μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο, φυτικές ίνες(12%) νιασίνη, θειαμίνη, φώσφορο και χαλκό.
Στη Γερμανία, μεγάλες ποσότητες της ρίζας χρησιμοποιούνται για να παράγουν ένα είδος μπράντυ που ονομάζεται “Topinambur” ή ” Rossler” με άρωμα φρουτώδες και ελαφρώς γλυκιά γεύση. Οι βολβοί πλένονται και ξηραίνονται σε φούρνο πριν από τη ζύμωση και την απόσταξη.Άλλες χρήσεις- Οι κόνδυλοι χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για την παραγωγή αλκοόλ (λέγεται ότι είναι καλύτερης ποιότητας από των ζαχαρότευτλων). – Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφή, αλλά θα πρέπει πρώτα να πλένονται πριν δοθούν στα περισσότερα ζώα, εκτός από τους χοίρους που τους τρώνε απευθείας από το έδαφος. – Τα φυτά είναι μια καλή πηγή βιομάζας.
Από τους Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής έχουν καλλιεργεί ως τρόφιμα από την αρχαιότητα, και συνεχίζουν έως σήμερα. Στην Ευρώπη τους γνωρίσαμε εδώ και 300 χρόνια, κυρίως σαν φυτό κήπου και όχι σαν τροφή.
Στη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ, έγινε μια προσπάθεια εκτεταμένης καλλιέργειας της αγκινάρας της Ιερουσαλήμ και μεγάλες εκτάσεις φυτεύτηκαν από τους αγρότες στις μεσοδυτικές πολιτείες. Όμως το αγοραστικό κοινό δεν ανταποκρίθηκε και η μικρή ανταπόκριση στην αγορά των κονδύλων είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί αγρότες να χάσουν τις οικονομίες τους. Το φυτό όπως είναι φυσικό απέκτησε μια “κάποια” κακή φήμη.Η ινουλίνη είναι ένας φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από πολλά είδη φυτών, κυρίως από ρίζες ή ριζώματα. Πρόκειται για ένα συστατικό με ήπια γλυκιά γεύση, που χρησιμοποιείται συχνά πλέον στα επεξεργασμένα τρόφιμα ως υποκατάστατο της ζάχαρης, και ως διαιτητικό συμπλήρωμα.
Τα οφέλη της για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι πολλά, αφού συντελεί στην απορρόφηση του ασβεστίου και του μαγνησίου, ενώ βοηθά και στην ανάπτυξη φυσικών βακτηρίων του εντέρου. Επιπλέον, η χρήση της δεν προκαλεί αύξηση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και θεωρείται κατάλληλη ουσία για τους διαβητικούς. Άλλες μελέτες για τον μεταβολισμό των λιπιδίων έχουν επισημάνει μια αξιοσημείωτη μείωση των ολικών τριγλυκεριδίων και μια βελτίωση της σχέσης μεταξύ της χοληστερόλης HDL και χοληστερόλης LDL, όπου χορηγήθηκαν ακόμη και σχετικά μικρές ποσότητες ινουλίνης.
Γνωστά φυτά με υψηλές συγκεντρώσεις ινουλίνης είναι το σκόρδο, το κρεμμύδι, η πικραλίδα, ο ηλίανθος και η κολλιτσίδα.Πηγή: http://www.medisense.gr/diet/inoylini.htmlΣημειώσεις: Οι εικόνες και οι πληροφορίες που παρουσιάζονται εδώ, έχουν ως μοναδικό στόχο να δημιουργήσουν το ερέθισμα στον αναγνώστη να γνωρίσει τις χρήσιμες ιδιότητες κάποιων φυτών. Η αναφορά στις φαρμακευτικές τους ιδιότητες είναι μόνο ενδεικτική και δεν αποτελεί συμβουλή. Όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει τα φυτά σαν βότανα, θα πρέπει να απευθύνεται σε καλά εκπαιδευμένους ιατρούς.