Περονόσπορος στο αμπέλι
Ο περονόσπορος ( αγγλ. downy mildew, γαλ. mildiou ) αποτελεί τη σπουδαιότερη μυκητολογική ασθένεια της αμπέλου η οποία είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Ο παθογόνος μύκητας εισήλθε στην Ευρώπη από την Αμερική και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1878. Μέσα σε 3 χρόνια διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το έτος 1881 στη Μεσσηνία και μέσα σε λίγα χρόνια εμφανίστηκε σε όλες τις αμπελουργικές περιοχές της χώρας μας. Το έτος 1900 σημειώθηκε η πρώτη σοβαρή επιδημία περονόσπορου στη χώρα μας, η οποία κατέστρεψε περίπου τα 2/3 της αναμενόμενης παραγωγής. Από τότε η ασθένεια ενδημεί στη χώρα μας και απειλεί κάθε έτος την παραγωγή στις υγρές και με συχνές βροχοπτώσεις περιοχές. Οι ξηρές περιοχές δεν κινδυνεύουν συνήθως από την ασθένεια.
Συμπτώματα
Ο περονόσπορος προσβάλλει όλα τα νεαρά όργανα του φυτού τα οποία είναι ακόμη πράσινα ( φύλλα, σταφύλια, νεαρούς βλαστούς ). Τα ξυλοποιημένα όργανα δεν προσβάλλονται. Στα νεαρά φύλλα σχηματίζονται κηλίδες κυκλικές χρώματος ανοιχτού πράσινου ή κιτρινοπράσινου και συνήθως διαμέτρου 0,5 – 3 εκ. Οι κηλίδες αυτές επειδή δίνουν την εντύπωση ” λαδιάς ” είναι γνωστές σαν ” κηλίδες ελαίου ” και συχνά κάνουν την εμφάνισή τους στην περιφέρεια του ελάσματος του φύλλου. Οι κηλίδες μπορεί να καταλάβουν μεγαλύτερη ή ολόκληρη την επιφάνεια των φύλλων. Το κέντρο της κηλίδας αργότερα αποκτά χρώμα καστανό και τελικά αποξηραίνεται και σχίζεται.
Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα αποξηραίνονται και πέφτουν. Εφόσον υπάρχει υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία, στην κάτω επιφάνεια των φύλλων σχηματίζονται οι χαρακτηριστικές λευκές χιονώδεις εξανθήσεις από τις καρποφορίες του μύκητα. Στα ώριμα και ηλικιωμένα φύλλα ή στα φύλλα των ανθεκτικών ποικιλιών, η εξάπλωση του παθογόνου δυσχεραίνεται από τις νευρώσεις του ελάσματος και έτσι έχουμε τον σχηματισμό μικρών, πολυγωνικών κηλίδων διαμέτρου συνήθως 1 – 7 mm και χρώματος ανοιχτού πράσινου, κίτρινου, καστανού. Οι κηλίδες αυτές είναι συχνά πολυάριθμες, σχηματίζονται η μια δίπλα στην άλλη, συνήθως κατά μήκος των κεντρικών νευρώσεων του φύλλου και δίνουν την εντύπωση μωσαϊκού. Το σύμπτωμα που προκαλείται ονομάζεται ” κηλίδες μωσαϊκού ” ή ” σταυροβελονιά ”.
Με πολύ υγρό καιρό, είναι δυνατόν να εμφανισθούν στα φύλλα οι λευκές εξανθήσεις του παρασίτου χωρίς προηγουμένως να έχει σχηματισθεί κηλίδα στο έλασμα. Οι κηλίδες του ελαίου του περονόσπορου στα αρχικά τους στάδια, είναι δυνατόν να μοιάζουν με τις προσβολές του ωϊδίου. Οι κηλίδες του ωϊδίου όμως έχουν λιγότερο έντονο χρώμα και ασαφές περιθώριο και καλύπτονται από αραιή υπόλευκη χνοώδη εξάνθηση σε αντίθεση με τις εξανθήσεις του περονόσπορου που έχουν λευκή χιονώδη εμφάνιση.
Μια άλλη σύγχυση μπορεί να δημιουργηθεί επίσης με την προσβολή από το άκαρι Eriophyes vitis ( ερίνωση ) λόγω του σχηματισμού στην κάτω επιφάνεια του ελάσματος του φύλλου λευκών τριχών που μοιάζουν με τις εξανθήσεις του περονόσπορου. Η διάκριση όμως είναι εύκολη γιατί το άκαρι στο σημείο προσβολής προκαλεί εξόγκωση του ελάσματος στην πάνω επιφάνεια και κοίλανση στη κάτω επιφάνεια σε αντίθεση με τον περονόσπορο που δεν δημιουργεί καμία παραμόρφωση στο φύλλο.
Οι προσβολές των ανθέων και των σταφυλιών εκδηλώνονται με διάφορα συμπτώματα ανάλογα με την εποχή μόλυνσης και του προσβαλλόμενου μέρους. Η μόλυνση μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε σημείο του κεντρικού ή των πλαγίων αξόνων της ταξιανθίας. Οι προσβεβλημένοι ιστοί παίρνουν χρώμα σκοτεινό ελαιώδες και μοιάζουν με ” βρασμένα χόρτα ” και αργότερα ξηραίνονται και αποκτούν χρώμα καστανό. Ανάλογα με την εξάπλωση της προσβολής, προκαλείται μερική ή ολική αποξήρανση του βότρυος. Τα άνθη μπορεί να μολυνθούν είτε με απευθείας διάτρηση είτε έμμεσα από τον ποδίσκο τους. Οι νεαρές προσβεβλημένες ράγες έχουν χρώμα καστανοπράσινο, αλλά όταν καλύπτονται από εξανθήσεις αποκτούν τεφρή απόχρωση. Η ασθένεια σε αυτό το στάδιο ονομάζεται ” τεφρή σήψη ”. Τα σταφύλια γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στις μολύνσεις καθώς ωριμάζουν. Έτσι στις ράγες που προσβάλλονται αργότερα αποκτούν χρώμα καστανό και διακρίνονται εξωτερικώς από τη διαφάνεια της υγιούς σάρκας. Οι ράγες αυτές γίνονται δερματώδεις, ζαρώνουν, αποκτούν χρώμα καστανό με πράσινες αποχρώσεις και συχνά πέφτουν. Η μορφή αυτών των συμπτωμάτων ονομάζεται ” καστανή σήψη ” και δεν καλύπτεται από εξανθήσεις του μύκητα. Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να παρομοιαστεί και να το μπερδέψουμε με τις ζημιές που προκαλεί η ηλίαση. Τέλος, οι βλαστοί, προσβάλλονται όταν είναι νέοι και τρυφεροί και κατά τα έτη που επικρατούν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την ασθένεια ( πολύ βροχερά έτη ). Η μόλυνση εκδηλώνεται με καστανές ή καστανόμαυρες κηλίδες ιδιαίτερα στην κορυφή του βλαστού και οι προσβαλόμενοι βλαστοί εμφανίζουν κυματοειδή παραμόρφωση.
Αίτιο – Συνθήκες ανάπτυξης
Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Plasmopara viticola ( Φυκομύκητες, Peronosporales, Peronosporacease ). O μύκητας σχηματίζει δύο ειδών αναπαραγωγικά όργανα. Τα κονίδια που είναι όργανα αγενούς αναπαραγωγής και τα ωοσπόρια που αποτελούν όργανα εγγενούς αναπαραγωγής.
Η εκτέλεση προληπτικών ψεκασμών με κατάλληλα μυκητοκτόνα αποτελεί την βάση αντιμετώπισης του περονοσπόρου. Στη χώρα μας, η αντιμετώπιση της ασθένειας γίνεται με ένα πρόγραμμα προληπτικών ψεκασμών το οποίο βασίζεται στα στάδια βλάστησης, τις καιρικές συνθήκες καθώς και την πορεία της ασθένειας. ‘Έτσι, στις περιοχές που δεν υφίσταται συνήθως πρόβλημα συνιστάται ψεκασμός ” ασφαλείας ” όταν οι βότρεις απομακρυνθούν από τα φύλλα που τους περιβάλλουν ( στάδιο μούρου ).
Στις περιοχές όπου υφίσταται πρόβλημα, σε περιοχές δηλαδή με υψηλή σχετική υγρασία και συχνές βροχοπτώσεις κατά την άνοιξη, συνιστώνται ενδεικτικά οι παρακάτω 4 ψεκασμοί :
- Όταν οι βλαστοί έχουν μήκος 8 – 10 cm
- Μετά 10 ημέρες
- Λίγο πριν την άνθηση ( στάδιο μούρου )
- Λίγο μετά τη γονιμοποίηση
Η αναγκαιότητα εφαρμογής των ψεκασμών αυτών καθορίζεται με βάση την πρόοδο ανάπτυξης της ασθένειας ( αριθμός κηλίδων ) και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν ( βροχοπτώσεις, υψηλή σχετική υγρασία ). Σε περιοχές ιδιαίτερα υγρές και έτη έντονης επιδημίας συνιστάται ψεκασμός με βορδιγάλειο πολτό μετά τον τρύγο.
Για την αντιμετώπιση του περονοσπόρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν μυκητοκτόνα όπως βορδιγάλειος πολτός, χαλκούχα μυκητοκτόνα, οργανικά μυκητοκτόνα ( π.χ zineb, mancozeb, propineb, captan, dithianon, chlorothalonil ), μίγματα χαλκούχων και οργανικών καθώς και διασυστηματικά μυκητοκτόνα ( π.χ metalaxyl, phosetyl – A, κλπ. ) ή μίγματα διασυστηματικών και οργανικών.
Κατά τους δύο πρώτους ψεκασμούς να αποφεύγονται τα χαλκούχα μυκητοκτόνα γιατί προκαλούν ανάσχεση της βλάστησης. Όταν χρησιμοποιούνται διασυστηματικά, ο αριθμός των επεμβάσεων να είναι σημαντικά μικρότερος.
ΒιβλιογραφίαΑσθένειες καρποφόρων δένδρων και αμπέλουΧ.Γ Παναγόπουλος, Καθηγητής Φυτοπαθολογίας Γεωργικού Πανεπιστημίου Αθηνών