Ωμοπλατοσκοπία: το διάβασμα της σπάλας
Κατά το σύστημα της ώμοπλατοσκοπιάς, όπερ πρόκειται έν τω βιβλίω, επί παντός ερωτήματος λαμβάνονται εις έξέτασιν μόνον τά σημεία, τά φαινόμενα επί τής ευρείας ή ομαλής έπιφανείας τής ωμοπλάτης, είναι δέ ταύτα:
Η κρίσις δέ περί των σημείων τούτων βάσιν έχει άναλόγως τού προβαλλομένου ερωτήματος
τά ερυθρά μέν προμηνΰουσι κακόν, τά μέλανα δέ τουναντίον αγαθό ν (9,18-22. 9,33-10,1. 10,4-6. 10, 30-32) τά ερυθρά προαγγέλλουσιν άρρενα, τά μαύρα δέ θήλεα (10,225-6), η λευκή και καθαρά όψις της ωμοπλάτης ότέ μέν κακόν (10, 14-15. 10,19-22) ότέ δέ καλόν (8,19-20), ή ερυθρά δέ η καί ή μέλαινα ότέ μέν καλόν (10,12-14. 10,22-26), οτέ δέ κακόν (8,11-18).
ίνες ή γραμμαί όρθαί μέν προοιωνίζονται αίσια, κατά πλάτος δέ απαίσια (9,24-28), επιμήκεις μέν η πεπερασμέναι αίσια, αγκιστροειδείς δέ απαίσια (8,22-28), ή μέν νεφέλη δηλοί καλόν, αι δέ ίνες, ορθαί μέν ούσαι από άνωθεν έως κάτω δηλούσι κακόν, αγκιστροειδείς δέ χείριστον (9,9-15), αι μέν ινες και αί στιγμαί προαγγέλλουσι πολυτεκνίαν, οι δέ κύκλοι ωσεί στέφανοι γυναικών συζυγίαν (10,22-30).
μία ίς σημαίνει καλόν, πολλαί δ’ ίνες κακόν (9,17-20).
Ταύτα παρά τω άνωνύμω. Παρά δέ τω Ψελλώ, όστις ως εν τη οιωνοσκοπία, ούτω καί έν τη ωμοπλατοσκοπία «ου τά κατά μέρος δισσαφήσαι» έσκόπει «άλλ’ οίον άφορμάς παρασχείν της έντεύθεν μαντείας», ορίζεται μέν τό μέρος τής ωμοπλάτης, έν τω όποίω έκαστον ερώτημα τίθεται, (ούτω «ζωής μεν καί θανάτου κρίσιν εν τη έξοχή της ράχεως έχουσι», πρόγνωσιν δέ του καιρού «έν τω μεταξύ μέρει του ώμοπλάτου… εξ άμφοτέρων μερών της ράχεως» ήτοι έν τω μέσω τής έπιφανείας, έφ’ ής ή άκανθα (=ράχις) προσφύεται, προρρήσεις δέ περί πολέμου καί ειρήνης «έν τω δεξιώ» καί «το άριστερό αυτής μέρει») άλλ’ ή έξήγησις των σημείων γίνεται κατά μίαν μόνην αρχήν, ήτις καί εν τέλει συνοψίζεται ως έξής:
«Καί καθάπαξ έν πάσαις ταίς έρωτήσεσι τά μεν έρυθρότερα και μελάντερα και σνγκεχυμένα της χείρονος συστοιχίας εισί, τά δ’ εναντία τούτων της κρείττονος» (Πολίτου, Λαογρ. Σύμμ. A’ 79. Philologus VIII (1853) σ. 167).Κατά δέ τήν σημερινήν μέθοδον, ως αύτη εξάγεται εκ τής καταωρισθείσης συλλογής, τά εξεταζόμενα σημεία είναι τρύπες ή στίγματα (βουλλίτσα, σφραγίδα μικρή, στρογγυλή η τραυητή, χαρακούλα), γραμμές, (ανοιχτές ή με χαράγματα μέσα), σύννεφα, (μπάλωμα μαύρο, μαυράδα, καταχνιά…), λαμβάνονται δ’ εις έξέτασιν ου μόνον τά επί τής ομαλής επιφάνειας (πλάκα, πινακίδα, κάμπος), ως έν τω βιβλίω του ανωνύμου, ουδέ τά επί ταύτης μόνης καί τής ράχεως υπάρχοντα (σταυρός, ζυγός, κόφτρα) ως παρά τώ Ψελλώ, άλλα καί τά επί τής αρθρικής κοιλότητος (πρβλ. ή κούπα είναι τό κέντρος) εξετάζεται δε επί τοΰτοις ο σχηματισμός τής όλης ώμοπλάτης καί τό σχήμα τής ράχεως ιδία.Εις έκαστον των μερών τής ώμοπλάτης προσιδιάζουσιν ώρισμέναι τινές παραστάσεις καί λύονται ερωτήματα σχετικά πρός αύτάς ούτω:
Περαιτέρω δέ πρός διευκρίνησιν του μαντεύματος λαμβάνονται υπ όψιν:1) η θέσις, την όποίαν τά σημεία έχουσιν έν τή ώμοπλάτη ούτω:
α) σημεία έν τo δεξιώ αυτής μέρει παρατηρούμενα (’ς τό σταυρό) υπολαμβάνονται αίσια, έν τω άριστερώ δέ απαίσια (άρ. 1,6 και 7. 2,2. 5,7. 6.3. 7,4. 8,6. 10,2 καί 3. 11,4), έκείνα μέν άναφέρονται εις τον άνδρα καί τό γένος αυτού, ταύτα δ’ εις την γυναίκα καί τό γένος αυτής (1,2.1.4. 3,3. 7,2’ πρβλ. σελ. 45,6).
β) έκ των κάτω πρός τά άνω βαίνοντα (αν έχουν όρμή, τις μύτες πρός την κορφή ήτοι πρός τό τραγανόν) προοιωνίζονται καλόν, τουναντίον δέ βαίνοντα κακόν (1,8 καί 9. 7,4. 8,6).
γ) έγγΰτερον πρός τά χείλη τής αρθρικής κοιλότητος κείμενα, ή εις άπόστασιν άπ’ αυτών ίσην πρός τό μήκος τής πρώτης φάλαγγος του άντίχειρος (πίν. Γ’ 1), προσημαίνοντα θάνατον οικείου, θεωρούνται απαίσια (άρ. 4,3. 5,4. 10,6. 11,3), έν ω κατ’ άλλην εκδοχήν ώς τοιαύτα έκλαμβάνονται τά κατερχόμενα κατωτέρω εις την βάσιν τής έπιπέδου έπιφανείας, τήν γωνίαν του «κάμπου» (1,3 καί 4.3,3. 7,3. 8,3 καί 4) (βλ. πίν. Α’ μν’), ή τά έπί τής νοητής κατά τό μέσον γραμμής (πίν. Α’ αβ) κείμενα (3,3.) ή καί τά έν τώ δεξιώ μέρει (11,3).
δ) άπόκλισις τών σημείων έκ τής κανονικής των θέσεως (αν οί νοικοκυραίοι ξεμεϊντανίσονν καί ιδωθούν ήτοι ευρεθούν έπί τής αυτής οπτικής γραμμής, πίν. Γ’,
προμηνύει πένθος βαρύ έν τώ οίκω (άρ. 4.4. 5,5. 9,2. 11,5), τουναντίον δ΄ όμως χαράν, άν ο νοικοκύρης τυγχάνη άγαμος (9,2).
ε) σκιαί έν τή γωνία τής ράχεως μέχρις άποστάσεως δύο εκατοστών του μέτρου πυκναί (πίν. Β’, 3) προοιωνίζονται καλόν, άλλ’ έκτεινόμεναι πέραν του μέτρου τούτου κακόν (άρ. 1,10. 2,4. 3,4. 10,9).2) τό σχήμα τών σημείων καί ό σχηματισμός μερών τινων τής ώμοπλάτης:
α) κοιλώματα (τρύπες) ή στίγματα στρογγύλα είκονίζουν άνδρας καί μνήματα άνδρών (πίν. Α’ μν), χαραγμαί δέ ή σχισμαί έπιμήκεις γυναίκας καί μνήματα γυναικών (πίν. Α’ μν7 μν άρ. 1,2 καί 3. 2,3. 3,2), τό μέγεθος δ’ αυτών είναι δηλωτικόν τής ηλικίας τών εικονιζομένων (1,4. 11,3), έν ω κατ’ άλλην εκδοχήν ή έπιμήκυνσις τών σχισμών είναι δηλωτική άσθενείας (9, 2).
β) οπή διαμπερής, ανοιχτή πέρα πέρα, ολοστρόγγυλη, δηλοί τραυματισμόν ή φόνον οικείου (1,5. 2,9 πρβλ. σελ. 44 σημ. 6).
γ) σκιαί απλούμεναι πρός τινα διεύθυνσιν (με ορμή, τις μύτες γυρισμένες πρός τά εκεί) δηλούν κίνησιν πρός την αυτήν κατεύθυνσιν (άρ. 1,6. 1,8-10. 3,4. 4,6. 7,4. 8,6) ή βομβαρδισμούς (1,6).
δ) σκιά έν σχήματι τετραγώνου είκονίζει φυλακήν, άπλουμένη δέ πρός τα κάτω πυρκαϊάν (1,15).
ε) γραμμή απλή (ανοιχτή) δηλοί δρόμον, ταξίδι (10,5), με στίγματα δέ ή χαράγματα εκατέρωθεν αύτής αιχμαλωσίαν κατ’ αυτό (10,5α)
ς) γραμμαί διασταυρούμεναι άπεικονίζουν την ελληνικήν σημαίαν την Ελλάδα αύτήν (1,7).
ζ) πλάτη κατά τό μέσον αύτής λεπτή καί διαφανής (φτινή) προσημαίνει κακήν εσοδείαν, δυστυχή χρονιά, παχεία δέ τούναντίον καλήν εσοδείαν (2,7. 12).
η) ομοίως κοίλη κατά τό μέσον (σαν κουτάλι) λογίζεται καλή διά τό σπίτι. (3,1. τουναντίον τό καράβι τής κόττας, σελ. 44,4 β) επίσης καλή καί
θ) όταν ή δεξιά πλευρά τής ώμοπλάτης, ή πρός τον σταυρόν (πίν. Α’ κ-τρ) μετρουμένη εύρέθη μεγαλυτέρα τής έτέρας {2,2). ι) ράχις καθέτως έπί τής ώμοπλάτης προσφυομένη κατά τινάς μέν λογίζεται καλή διά τήν τύχην του σπιτιού (1,17), κατ’ άλλους δέ κακή, τούναντίον δέ καλή όσον περισσότερον είναι πρός τήν μίαν πλευράν κεκλιμένη (2, 5).
ια) ράχις ανώμαλος (με σκάλες) κατά τήν άνω πλευράν της πληροφορεί περί ζημιών τού οικοδεσπότου (1, 17).
ιβ) άκίδες κατά τήν δεξιάν πλευράν τής ωμοπλάτης ποριστούν εχθρούς (πίν. Α/ο) (2,8. 3,6).
ιγ) τένων παχύς ή δυσκόλως άπο ο πώ μένος άπο τού οστού δηλοί τό πάχος ήτοι τήν εύρωστίαν του βαλλαντίου (2,6. 3,5. 7,5. 8,8- 10,7. 1.1,2).3) τό χρώμα τών σημείων ή μερών τινων τής ώμοπλάτης
α) σύννεφο μαύρο ή κόκκινο εις τό μέσον τής πλάκας (πλάτη θολή, σκοτιδιασμένη) οιωνός κακός, τούναντίον ή καθαρά (φωτεινή) πλάτη (4,6. 5,2 καί 3. 7,4. 8,5,).
β) σύννεφο μαύρο (μαυράδα) εις τό τραγανόν προάγγελος βροχής (10,1. 11,4) καί άλλως δέ καλόν οημεΐον, κακόν δε ή λευκότης καί ή διαφάνεια (1,11. 1,12).
γ) τό κόκκινον είναι προμήνυμα του πολέμου, το σκοτεινόν ή μαύρο του χειμώνος (Ευρυτανία, Λαογρ. Αρχ. 124, 70), τό κόκκινο σαν τή φωτιά είναι σημείον ευτυχίας, τό άσπρο δυστυχίας και τό μαύρο σημείον διχονοίας καί πολέμου (Μακεδονία, Abbott, Mac. Fcikl. σ. 96, Γουσίου, ή κατά Παγγαίον χώρα σ. 74 [βλ. ανωτέρω σ. 44 σημ. 6].Έκ τών ανωτέρω καταφανείς γίνονται αί διαφοραί μεταξί τής γραπτώς παραδοθείσης καί τής σωζομένης ετι εις τάς συνήθειας του λαού ώμοπλαιοσκοπίας. Η σημερινή τέχνη φαίνεται έξειλιγμένη εις βαθμόν τελειότητος, τον όποίον τά υπό του Ψελλού καί του ανώνυμου παραδιδόμενα δεν μαρτυρούσι, διότι, εν ω παρ’ αύτοις αί εξηγήσεις δίδονται ώς άπάντησις εις ερώτημα σαφώς εκ τών προτέρων τιθέμενον, εις τάς σημερινάς μεθόδους αυτή ή ώμοπλάτη άφήνεται να όμιλήση, οί δέ μάντεις είναι εις θέσιν να εξηγήσουν τήν γλώσσαν, τήν οποίαν μία υπερτέρα δύναμις, ό Θεός, δια (ορισμένων σημείων τής ώμοπλάτης λαλεί ). Καί εις τάς δοξασίας δέ καί τάς αρχάς αίτινες υπόκεινται ώς βάσις εις τήν ερμηνείαν τών καθ’ έκαστον σημείων σημειούνται άξιαι λόγου διαφοραί, ενώ πχ. κατά τάς σημερινάς μεθόδους τά εν τώ δεξιω μέρει σημεία λαμβάνονται γενικώς ώς ευοίωνα (σ, 49, 1, α), ταύτα εν τω δημοσιευομένω κειμένω (σ. 8,23-26. 9, 2-4) φέρονται ώς δυσοίωνα, εν ω έν αυτώ τά ερυθρά υπολαμβάνονται ώς κακού δηλωτικά, τουναντίον δέ καλού τά μέλάνα (σ. 9,18-22. 9,33-10,1. 10,4-6. 10,30-32) σήμερον, ώς γνωστόν, ή περί τούτων εκδοχή είναι όλως διάφορος.Αί διαφοραί αυταί άρκούσι, νομίζω, ίνα καταδείξωσι τήν άλλοίωσιν τής παλαιάς παραδόσεως. Αλλ’ ίνα δυνηθώμεν νά καθορίσωμεν άκριβώς τάς μεταβολάς, ας έκ διαφόρων λόγων υπέστη τό άρχαίον σύστημα τής ώμοπλατοσκοπίας, άναγκαίον κρίνομεν πρώτον μέν ν’ αυξηθή τό ύλικόν διά συναγωγής ώς ένεστι λεπτομερεσιάτων περί του άντικειμένου τούτου πληροφοριών.Πηγή:Γ. Α. Μέγα, Βιβλίον Ωμοπλατοσκοπίας