Μπιζέλι – Η καλλιέργεια του
Γενικά στοιχεία
Επειδή η καλλιέργεια της μπιζελιάς χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν, το πράσινο μπιζέλι είναι ευρέως αναγνωρισμένο ως μία από τις πρώτες καλλιέργειες τροφίμων που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο. Τα μπιζέλια φαίνεται ότι καταναλώνονταν σε ξηρή μορφή σε ένα μεγάλο μέρος της πρόωρης ιστορίας τους, και δεν κατέστησαν ευρέως δημοφιλή ως φρέσκα τρόφιμα έως ότου οι αλλαγές στις τεχνικές καλλιέργειας που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη τον 16o αιώνα. Η τραγανή υφή και η γλυκιά γεύση του αρακά ενσαρκώνει την άνοιξη. Οι Ρωμαίοι, όμως, πίστευαν ότι τα φρέσκα μπιζέλια ήταν δηλητηριώδη και έπρεπε να ξηρανθούν προτού να μπορέσουν να καταναλωθούν. Τα όσπρια είναι φυτά που φέρουν καρπούς με τη μορφή των λοβών που περικλείει τους σαρκώδες σπόρους που γνωρίζουμε ως φασόλια. Τα μπιζέλια είναι από τα λίγα μέλη της οικογένειας των ψυχανθών, που συνήθως πωλούνται και μαγειρεύονται ως φρέσκα λαχανικά.
Προετοιμασία εδάφους
Για γρήγορο φύτρωμα και επιτυχημένη εγκατάσταση απαιτείται καλά προετοιμασμένο έδαφος, ψιλοχωματισμένο, όχι πολύ αφράτο και ισοπεδωμένο. Η ακολουθούμενη διαδικασία προετοιμασίας είναι παρόμοια με εκείνη του βίκου.
- Όργωμα, το οποίο γίνεται συνήθως μετά τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου ή μετά τη συγκομιδή της προηγούμενης καλλιέργειας. Όργωμα το καλοκαίρι, όταν ο αγρός είναι ελεύθερος από καλλιέργεια, δε συνιστάται γιατί το έδαφος είναι πολύ σκληρό, χάνεται και η ελάχιστη υγρασία του και επιπλέον προκαλείται φθορά στα γεωργικά μηχανήματα. Καλοκαιρινό όργωμα είναι ωφέλιμο όταν υπάρχουν πολυετή ζιζάνια, με σκοπό να έρθουν τα υπόγεια αναπαραγωγικά τους όργανα στην επιφάνεια του εδάφους και να καταστραφούν από τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία.
- Ψιλοχωμάτισμα του εδάφους με δισκοσβάρνα. Εάν μετά τη δισκοσβάρνα συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλοι βόλοι γίνεται μία επιπλέον κατεργασία με απλό καλλιεργητή ή με καλλιεργητή που συνοδεύεται από μικρό κύλινδρο για μικροϊσοπεδώσεις.
Βοτανικά χαρακτηριστικά μπιζελιάς
Το φυτό της μπιζελιάς είναι ετήσιο, ποώδες και η ανάπτυξή του εξαρτάται αρκετά από την ποικιλία (νάνα, αναρριχώμενη ή ημιαναρριχώμενη). Το ύψος των φυτών κυμαίνεται στα 30-40εκ. και μπορεί να ξεπεράσει τα 2μ. (στις αναρριχώμενες ποικιλίες). Το στέλεχος είναι λεπτό, εύθραυστο και κούφιο εσωτερικά και μπορεί να αναρριχάται με τη βοήθεια ελίκων που σχηματίζονται στα άκρα των σύνθετων φύλλων στις αναρριχώμενες ποικιλίες.Η ρίζα είναι θυσσανώδης, μέτριας ανάπτυξης και φιλοξενεί το αζωτοβακτήριο Bacterium radicicola, όπως και οι ρίζες των υπόλοιπων ψυχανθών (φασολιάς και κουκιάς).Τα φύλλα είναι τρυφερά, σύνθετα (αποτελούνται από 2-3 ζεύγη φυλλαρίων) καταλήγουν σε διακλαδιζόμενες έλικες και στη βάση τους φέρουν 2 οδοντωτά παράφυλλα μεγαλύτερων διαστάσεων.Τα άνθη είναι μεγάλα και σχηματίζονται στις μασχάλες των φύλλων (1-3 άνθη σε κάθε μασχάλη). Το χρώμα των ανθέων είναι ανάλογο με την ποικιλία. Το ίδιο άνθος φέρει τα θηλυκά και τα αρσενικά όργανα (στήμονα και ύπερο).Ο καρπός που ονομάζεται λοβός, έχει χρώμα πράσινο ή κίτρινο και σχήμα κυλινδρικό ή πεπλατυσμένο (στο γλυκομπίζελο). Περικλείει 4-8 ή και περισσότερα σπέρματα, που είναι σφαιρικά, λεία ή ρικνά (ώριμα) και διαφόρου μεγέθους, ανάλογα με την ποικιλία. Στις ποικιλίες που το περικάρπιο είναι σαρκώδες και τρυφερό, καταναλώνονται ολόκληροι οι λοβοί (γλυκομπίζελο). Στις ποικιλίες που το περικάρπιο των λοβών είναι σκληρό, καταναλώνονται μόνο τα σπέρματα.Ο σχηματισμός των ανθέων ξεκινάει από το 5o – 8o γόνατο στις πρώιμες ποικιλίες, το 9o-11o γόνατο στις μεσοπρώιμες και το 12o γόνατο στις όψιμες ποικιλίες.Οι λοβοί αποκτούν το μέγιστο βάρος τους 20 ημέρες από την άνθηση και το μέγιστο ξηρό βάρος 15 ημέρες μετά την άνθηση και συμπίπτει με την εμφάνιση των σπερμάτων. Κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης του καρπού παρατηρείται αλλαγή χρώματος του λοβού και των σπερμάτων.
Εδαφοκλιματικές συνθήκες μπιζελιάς
Η μπιζελιά είναι φυτό των δροσερών και υγρών περιοχών. Οι περισσότερες ποικιλίες είναι ευαίσθητες στο κρύο και ειδικότερα εκείνες που έχουν μακριά μεσογονάτια διαστήματα, μεγάλη φυλλική επιφάνεια και συρρικνωμένους σπόρους. Λίγες μόνο ποικιλίες είναι ανθεκτικές στο κρύο. Αντέχει όμως περισσότερο από το βίκο στις χαμηλές θερμοκρασίες και οι σπόροι βλαστάνουν γρηγορότερα και τα νεαρά φυτά αναπτύσσονται ταχύτερα σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, συγκρινόμενα με τα περισσότερα χειμερινά ψυχανθή. Θερμοκρασίες -6 έως -14oC, ανάλογα με την ποικιλία, δεν προκαλούν ζημιές στα σκληραγωγημένα φυτά. Κατά την άνθηση θερμοκρασίες -2 έως -3oC είναι επιζήμιες.Οι υψηλές θερμοκρασίες επιδρούν δυσμενώς και κυρίως στις καρποδοτικές καλλιέργειες, γιατί εμποδίζουν την ανάπτυξη των λοβών και μειώνουν πολύ την απόδοση σε σπόρο. Η δυσμενής επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών είναι μεγαλύτερη από εκείνη που προκαλεί ελαφρός παγετός. Σε περιοχές με υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να καλλιεργηθεί το μπιζέλι για σανό και χλωρή λίπανση γιατί η βλαστική ανάπτυξη επηρεάζεται λιγότερο από τις υψηλές θερμοκρασίες σε σχέση με την ανάπτυξη των λοβών. Το μπιζέλι είναι απαιτητικό σε υγρασία εδάφους λόγω της ταχείας και μεγάλης ανάπτυξης και του σχετικά επιπόλαιου ριζικού συστήματος. Το μπιζέλι μπορεί να απορροφήσει νερό μέχρι τα 70cm του εδάφους. Η ανάπτυξή του όμως περιορίζεται δυσμενώς σε υγρά και ψυχρά εδάφη. Η ξηρασία περιορίζει την ανάπτυξη και σταματά την αζωτοδέσμευση. Τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην ξηρασία παρουσιάζουν τα φυτά κατά την άνθηση και το γέμισμα των σπόρων. Η έναρξη της άνθησης καθορίζεται από την αντίδραση κάθε γενότυπου στη φωτοπερίοδο και στη θερμοκρασία. Το μπιζέλι είναι φυτό μακράς φωτοπεριόδου και απαιτεί κατ’ ελάχιστον 13 ώρες ημέρας για να ανθίσει.Το μπιζέλι μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών τα πλέον όμως κατάλληλα είναι τα γόνιμα πηλώδη, αργιλοπηλώδη εδάφη, πλούσια σε ασβέστιο, τα οποία στραγγίζουν καλά. Τα αμμώδη ή τα αμμοπηλώδη εδάφη δε θεωρούνται πολύ κατάλληλα κυρίως γιατί δε συγκρατούν υγρασία, ενώ τα βαριά πηλώδη, θεωρούνται ακατάλληλα, λόγω της μειωμένης στράγγισης. Στα πολύ γόνιμα εδάφη υπάρχει ο κίνδυνος πλαγιάσματος. Η κατάκλυση με νερό (νεροκράτημα) μειώνει σημαντικά την ανάπτυξη του μπιζελιού και ειδικά του ριζικού συστήματος και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με άλλα χειμερινά ψυχανθή. Το μπιζέλι είναι μετρίως ανθεκτικό στην οξύτητα του εδάφους με καταλληλότερο pH=6-8.
Αύξηση και ανάπτυξη φυτού μπιζελιάς
Το φυτό της μπιζελιάς παρουσιάζει υπόγειο φύτρωμα. Η ελάχιστη θερμοκρασία βλάστησης του σπόρου κυμαίνεται γύρω στους 5 – 7oC. Η ανάπτυξη της ρίζας είναι ταχύτατη και φτάνει στο μέγιστό της λίγο πριν την εμφάνιση των πρώτων ανθικών καταβολών. Η παραγωγή νέων ριζών μειώνεται απότομα λίγο πριν την εμφάνιση του πρώτου άνθους. Συνήθως στην έναρξη σχηματισμού των λοβών παρατηρείται μια μικρή αναζωπύρωση της ριζικής δραστηριότητας. Καθώς οι λοβοί ωριμάζουν, η ανάπτυξη των ριζών πρακτικά σταματά.Η ανάπτυξη του υπέργειου τμήματος του φυτού είναι ταχεία και συνεχής, όπως και στο βίκο. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αναπτύσσει μεγάλη φυτομάζα. Στους πρώτους κόμβους επί του κεντρικού βλαστού δεν αναπτύσσονται άνθη, παρά μόνο πλάγιοι βλαστοί σε ορισμένους απ’ αυτούς. Ο πρώτος ανθοφόρος κόμβος εμφανίζεται στο ακραίο μερίστωμα, όταν τα φυτά έχουν περίπου 4 – 6 φύλλα. Ο χρόνος εμφάνισής του επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και τη φωτοπερίοδο κατά τη διάρκεια έναρξης του βιολογικού κύκλου, είναι χαρακτηριστικό της κάθε ποικιλίας και αναφέρεται ότι συνδέεται με την πρωιμότητά της.Η άνθηση ξεκινά από το κατώτερο τμήμα των βλαστών και συνεχίζεται σταδιακά προς την κορυφή. Η πορεία της άνθησης, η έναρξη γεμίσματος των σπόρων και η φυσιολογική ωρίμανση των σπόρων κατά μήκος του βλαστού βρέθηκε ότι σχετίζονται γραμμικά με το άθροισμα των ημεροβαθμών από την έναρξη της άνθησης.Η περίοδος άνθησης στο μπιζέλι διαρκεί αρκετές εβδομάδες, είναι ιδιαίτερα μεταβλητό χαρακτηριστικό και εξαρτάται από τον αριθμό των ανθοφόρων γονάτων του βλαστού. Η μειωμένη υγρασία στο έδαφος, η πυκνή σπορά, η έλλειψη αζώτου ( Ν ) και άλλοι παράγοντες περιορίζουν τον αριθμό των ανθοφόρων γονάτων και συνεπώς μειώνουν την περίοδο άνθησης. Στη χώρα μας τα πρώτα άνθη εμφανίζονται τον Απρίλιο και τα φυτά συνεχίζουν να ανθίζουν μέχρι τον Ιούνιο, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές.
Αμειψισπορά μπιζελιάς
Η μπιζελιά μπορεί να ενταχθεί σε οποιοδήποτε σύστημα αμειψισποράς. Η συνεισφορά του σε άζωτο ( Ν ) στην ακολουθούσα καλλιέργεια εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της συμβίωσης και από τον σκοπό για τον οποίο καλλιεργήθηκε. Στην καρποδοτική καλλιέργεια στην οποία, τόσο η απόδοση σε σπόρο, υπό κανονικές συνθήκες, είναι μεγάλη, όσο και η περιεκτικότητα του σπόρου σε άζωτο υψηλή, η αζωτοδέσμευση δεν μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες των φυτών και αφαιρείται άζωτο από το έδαφος. Σε πειράματα αμειψισποράς που έγιναν από το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών βρέθηκε ότι η συνεχής αμειψισπορά σιτάρι – μπιζέλι για καρπό, έδωσε χαμηλότερες αποδόσεις σιταριού όταν το μπιζέλι δε δεχόταν λίπανση. Η χορτοδοτική καλλιέργεια συνήθως προσθέτει άζωτο στο έδαφος. Οι αναφερόμενες στη βιβλιογραφία ποσότητες αζώτου που προέρχονται από την αζωτοδέσμευση, κυμαίνονται ευρύτατα. Σε μεσογειακό κλίμα δεσμεύτηκαν από το μπιζέλι 0,4 – 10,7kg N/στρ., ανάλογα με τις βροχοπτώσεις.Παρ’όλο ότι το μπιζέλι είναι απαιτητικό σε υγρασία εδάφους, δεν εξαντλεί υπερβολικά την υγρασία ώστε να δημιουργηθούν προβλήματα στην επόμενη καλλιέργεια (π.χ. σιτάρι), όταν αυτή δεν αρδεύεται.
Σπορά μπιζελιάς
Εποχή σποράς – Στις περισσότερες περιοχές της χώρας μας συνιστάται η φθινοπωρινή σπορά για την μπιζελιά. Δηλαδή, Οκτώβριο – Νοέμβριο. Μόνο σε πολύ ορεινές περιοχές η σπορά γίνεται την άνοιξη.Ποσότητα σπόρου – Η ποσότητα του σπόρου που χρησιμοποιείται εξαρτάται από την κατεύθυνση της καλλιέργειας, το μέγεθος του σπόρου (βάρος 1000 σπόρων 220-370g συνήθως) και τις συνθήκες σποράς. Συνήθεις ποσότητες σπόρου για καρποδοτική καλλιέργεια που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία είναι 10-12,5kg/στρ. με επιδίωξη την εγκατάσταση 50-80 φυτών/m2. Ικανοποιητική πυκνότητα φυτών είναι απαραίτητη γιατί η ανάπτυξη πλάγιων διακλαδώσεων δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απόδοση της αραιάς φυτείας, ιδίως σε μικρής γονιμότητας εδάφη. Για τη χώρα μας συνιστώνται 16kg σπόρου/στρ. για χορτοδοτική καλλιέργεια και 14kg σπόρου/στρ. για καρποδοτική.
Συγκαλλιέργεια – Το μπιζέλι μπορεί να συγκαλλιεργηθεί με κάποιο σιτηρό (π.χ. βρώμη, κριθάρι) ή άλλο ψυχανθές. Πλεονέκτημα της συγκαλλιέργειας είναι η στήριξη του μπιζελιού με τις έλικές του πάνω στο σιτηρό και η αποφυγή του πλαγιάσματος. Η ποσότητα σπόρου του σιτηρού που χρησιμοποιείται σε συγκαλλιέργεια με μπιζέλι πρέπει να είναι μεγάλη, προκειμένου να παραχθεί η μέγιστη δυνατή ποσότητα χορτομάζας. Στη συγκαλλιέργεια συνιστάται να επιλέγονται ποικιλίες των συγκαλλιεργούμενων ειδών που να φτάνουν στο επιθυμητό στάδιο ωρίμανσης συγχρόνως.
Τρόπος σποράς – Στη χώρα μας η σπορά γίνεται με σπαρτικές μηχανές και συνιστάται απόσταση μεταξύ των γραμμών 25cm. Σε άλλες χώρες προτιμάται απόσταση μεταξύ των γραμμών 18cm. Σπάνια η σπορά γίνεται στα πεταχτά, ακολουθούμενη από ενσωμάτωση του σπόρου. Μετά τη σπορά συνιστάται κυλίνδρισμα για εξασφάλιση υγρασίας, καλύτερο και ομοιόμορφο φύτρωμα και διευκόλυνση της μηχανικής συλλογής χωρίς απώλειες. Ως προς το βάθος σποράς αναφέρεται ότι παρ’όλο που το μπιζέλι μπορεί να φυτρώσει σε μεγάλο βάθος, σπορά βαθύτερα από 7 – 8cm δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα.
Περιποιήσεις μετά τη σπορά – Το μπιζέλι δεν αντέχει την κατάκλυση, οπότε η εξασφάλιση καλών συνθηκών στράγγισης στον αγρό είναι απαραίτητη. Πρόβλημα για την καλλιέργεια αποτελούν κυρίως τα ετήσια ζιζάνια. Το μπιζέλι παρουσιάζει μικρή ανταγωνιστική ικανότητα ως προς τα ζιζάνια στα πρώτα στάδια ανάπτυξης και ιδίως σε ψυχρή άνοιξη. Γίνεται όμως ανταγωνιστικό όταν αναπτύξει πλήρη φυλλική επιφάνεια και καλυφθεί η επιφάνεια του εδάφους μεταξύ των γραμμών. Ο Harker (2001) αναφέρει ότι η μείωση της απόδοσης στο μπιζέλι λόγω του ανταγωνισμού των ζιζανίων ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τη μείωση στο κριθάρι και την ελαιοκράμβη. Αρκετά ζιζανιοκτόνα αναφέρονται ως κατάλληλα. Κατά την επιλογή του κατάλληλου ζιζανιοκτόνου ένας από τους παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η ύπαρξη ή όχι κηρώδους επιχρίσματος στα φύλλα. Ποικιλίες με κηρώδες επίχρισμα είναι πιο ανθεκτικές στα ζιζανιοκτόνα.
Λίπανση μπιζελιάς
Αντίδραση της μπιζελιάς στην αζωτούχο λίπανση αναφέρεται σπάνια. Τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε άζωτο ( Ν ) έχει η καρποδοτική καλλιέργεια, στην οποία τις περισσότερες φορές η αζωτοδέσμευση δεν είναι αρκετή για να εφοδιάσει το φυτό με το απαιτούμενο άζωτο, οπότε γίνεται απορρόφηση αζώτου και από το έδαφος. Η αζωτούχος όμως λίπανση δε θεωρείται απαραίτητη, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μπιζελιά δεν είναι το κύριο φυτό στο σύστημα αμειψισποράς και ότι οι κύριες καλλιέργειες λιπαίνονται με ποσότητα αζώτου πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που χρειάζονται, οπότε το μπιζέλι μπορεί να χρησιμοποιήσει το υπολειμματικό άζωτο του εδάφους. Μικρή ποσότητα αζωτούχου λίπανσης ίσως χρειαστεί στα φτωχά εδάφη, για την υποβοήθηση της πρώτης ανάπτυξης των φυτών.Το μπιζέλι απορροφά μεγάλες ποσότητες φωσφόρου ( P ). Εάν όμως οι άλλες καλλιέργειες στο σύστημα αμειψισποράς λιπαίνονται πλούσια με φωσφόρο, δε θεωρείται απαραίτητη η φωσφορική λίπανση στο μπιζέλι. Όταν όμως το έδαφος είναι φτωχό σε φωσφόρο, συνιστώνται 2,5 – 6kg P2O5/στρ. Στη χώρα μας δεν παρατηρήθηκαν συμπτώματα έλλειψης καλίου ( Κ ). Στα φτωχά σε κάλιο εδάφη, για την αποφυγή δυσμενών επιδράσεων, συνιστάται εφαρμογή 2,5 – 6 K2O/στρ.Ο εμβολιασμός των σπόρων με ριζόβια συνιστάται όταν το μπιζέλι καλλιεργείται για πρώτη φορά σε ένα χωράφι. Αναφέρεται επίσης ότι ο εμβολιασμός σε όξινο έδαφος στο οποίο υπάρχουν ενδογενή ριζόβια βελτιώνει το σχηματισμό φυματίων, την ανάπτυξη των φυτών και την αζωτοδέσμευση.Η λίπανση εφαρμόζεται στα πεταχτά κατά την τελευταία προετοιμασία του εδάφους και στη συνέχεια ενσωματώνεται, ή εφαρμόζεται γραμμικά κατά τη σπορά, σε μικρή απόσταση από το σπόρο. Ο σπόρος δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με το λίπασμα για την αποφυγή εγκαυμάτων στα νεαρά φυτά.
Συγκομιδή και διαχείριση μπιζελιών
Βόσκηση – Το μπιζέλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για βόσκηση από αγελάδες, πρόβατα και χοίρους, αλλά δεν είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο γι’ αυτή τη χρήση, όπως άλλα είδη ψυχανθών. Ένα σοβαρό επίσης μειονέκτημα είναι το κόστος του σπόρου για την εγκατάσταση, που καθιστά τη βόσκηση αντιοικονομική. Η βόσκηση θα πρέπει να γίνεται κατά λωρίδες για να αποφεύγεται σπατάλη του χόρτου.
Χορτοδοτική καλλιέργεια – Η μεγαλύτερη συγκέντρωση ξηράς ουσίας επιτυγχάνεται όταν το φυτό συνεχίζει να ανθίζει και οι κατώτεροι λοβοί έχουν μεν πλήρως σχηματισθεί, είναι όμως ακόμη πεπλατυσμένοι. Αυτό το στάδιο κοπής θεωρείται και το καταλληλότερο για την παραγωγή χόρτου. Αν καθυστερήσει η συγκομιδή, υποβαθμίζεται η ποιότητα, λόγω της λιγνιτοποίησης των βλαστών, ενώ η αύξηση της ξηρά ουσίας είναι μικρή λόγω της γήρανσης των κατώτερων φύλλων και βλαστών. Η κοπή συγκαλλιέργειας με χειμερινό σιτηρό συνιστάται να γίνεται όταν οι σπόροι του σιτηρού βρίσκονται κοντά στο στάδιο της μαλακής ζύμης. Όταν πρόκειται για ενσίρωση, η συγκομιδή γίνεται όταν το σιτηρό βρίσκεται στο στάδιο της φυσιολογικής ωρίμανσης.
Καρποδοτική καλλιέργεια – Στο μπιζέλι η ωρίμανση των λοβών είναι σταδιακή. Η συγκομιδή θα πρέπει να γίνει σε τέτοιο στάδιο ώστε αφ’ ενός να έχουν ωριμάσει οι περισσότεροι λοβοί και αφ’ ετέρου να αποφευχθεί πτώση ώριμων σπόρων στο έδαφος, από την υπερωρίμανση και το άνοιγμα των κατώτερων λοβών. Το στάδιο αυτό προσδιορίζεται όταν το μεγαλύτερο ποσοστό των λοβών έχει χάσει το πράσινο χρώμα και αρχίζει να εμφανίζεται το κιτρινοπράσινο, πριν όμως ξηραθούν όλοι οι βλαστοί.Η μηχανική συγκομιδή γίνεται με 2 τρόπους. Κατά τον πρώτο τα φυτά θερίζονται, αφήνονται στο χωράφι για μερικές ημέρες να χάσουν την υγρασία τους και στη συνέχεια γίνεται αλωνισμός. Κατά το δεύτερο γίνεται κατ’ ευθείαν θεριζοαλωνισμός. Περισσότερο διαδεδομένος σήμερα είναι ο θεριζοαλωνισμός. Για τη διευκόλυνση του θεριζοαλωνισμού μπορεί να ψεκαστεί η καλλιέργεια με ένα χημικό αποξηραντικό για να επισπευσθεί η ξήρανση του φυτού και να ξηρανθούν επίσης τα ζιζάνια. Προσοχή στην επιλογή του αποξηραντικού απαιτείται όταν τα υπολείμματα της καλλιέργειας πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφή. Κατά τον αλωνισμό η μηχανή πρέπει να ρυθμίζεται προσεκτικά γιατί οι σπόροι του μπιζελιού σπάζουν εύκολα και αποχωρίζονται οι κοτυληδόνες.
Χλωρά λίπανση – Συνιστάται η ενσωμάτωση της χορτομάζας τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τη σπορά της κύριας καλλιέργειας. Εάν η ανάπτυξη του μπιζελιού είναι μεγάλη, η ενσωμάτωση πρέπει να γίνεται πιο νωρίς. Σε ξηρικές συνθήκες, με καθυστέρηση στην ενσωμάτωση εξαντλείται η υγρασία του εδάφους και η απόδοση της επόμενης καλλιέργειας μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Σε περίπτωση μεγάλης φυτομάζας για τη διευκόλυνση της ενσωμάτωσης προηγείται τεμαχισμός της με δισκοσβάρνα.
Πηγή – Βιβλιογραφία – gaiapedia.grbiofresh.com” Ειδική Γεωργία – Σιτηρά και ψυχανθή ” Δέσποινα Παπακώστα – Τασοπούλου, Καθηγήτρια Γεωπονικής Σχολής Α.Π.Θ