Σπαράγγια: σπορά φύτεμα καλλιέργεια
Στην Ελλάδα γνωρίζουμε τα άγρια σπαράγγια που βρίσκονται στους αγρούς και στα ακαλλιέργητα εδάφη. Στην Ευρώπη καλλιεργείται. Η σύσταση μιας σπαραγγοφυτείας είναι δύσκολη και απαιτεί κάποια έξοδα, αλλά τα εισοδήματα τα αναπληρώνουν στο πολλαπλάσιο. Η σπαραγγοφυτεία διαρκεί και παράγει από 20 έως 30 χρόνια.Προτιμούν το στεγνό και αργιλοαμμώδες έδαφος
Ανοίγεται λάκκος με βάθος 91 εκατοστών, πλάτος 122 εκατ. και μήκος όσο είναι επιθυμητό. Στο βάθος του ρίχνεται ένα στρώμα από ροκανίδια ή κοχύλια κοπανισμένα, από πάνω ένα στρώμα χώματος, μετά ένα στρώμα κοπριάς, πάλι ένα στρώμα χώματος και πάλι ροκανίδια κ.λ.π., πατώντας καλά το χώμα. Όταν υπολείπεται 30,5 εκατοστά αντί για ροκανίδια ρίχνουν αναμεμιγμένο χώμα με χωνεμένη κοπριά και γεμίζεται το υπόλοιπο μέρος με αυτό το μείγμα.Είναι απαραίτητη αυτή η προετοιμασία του εδάφους για τις ρίζες του φυτού που προχωρούν βαθιά. Αν το έδαφος είναι υγρό και σφικτό, ο λάκκος πρέπει να γίνει βαθύτερος και να ρίχνονται πέτρες έτσι ώστε να διευκολυνθεί η δίοδος των νερών ανάμεσά τους, γιατί αν μείνουν στον πυθμένα θα βλάψουν τις ρίζες των σπαραγγιών.Αφού γεμίσει ο λάκκος, ανοίγονται μικρές τρύπες που απέχουν μεταξύ τους 15 εκατ. με βάθος 6 δάχτυλα. Σε αυτές τον Μάρτιο φυτεύονται τα φυτά των σπαραγγιών που βγαίνουν από το σημείο που είχαν φυτευτεί πριν από ένα χρόνο. Χρειάζεται προσοχή για να απλωθούν καλά οι ρίζες τους και σκεπάζονται γύρο στα 10 δάχτυλα με καλό και ψιλό χώμα ή με χαντάκια καθαρισμένα και με παρόμοιο παχύ χώμα. Σε κάθε ένα τοποθετείται ένα ξύλο έτσι ώστε να μην πατηθούν. Τέτοιους λάκκους ή σπαραγγοφυτείες συνήθως κάνουν δύο ή και περισσότερες.Τον 1ο χρόνο σκαλίζουν τη γη για να εξολοθρευτούν τα άγρια χόρτα καθώς και η αγριάδα. Στους μεγάλους καύσωνες πρέπει να ποτίζονται πού και πού. Τον Νοέμβριο κόβονται οι ξεραμένοι κορμοί των βλασταριών και σκαλίζονται τα φυτά.Την επόμενη άνοιξη ανοίγονται τα σπαράγγια και σκεπάζονται με 3 δάχτυλα κηπαίας γης, πάνω στην οποία απλώνονται 5 δάχτυλα καλοχωνεμένης κοπριάς. Όλο δε το μέρος σκεπάζεται με άλλα 5 δάχτυλα καλού χώματος. Αυτό είναι αναγκαίο για να υψωθεί το έδαφος, που θα κατακάθεται κάθε χρόνο και για να σκεπαστούν τα σπαράγγια, για να βγάλουν βλαστάρια που θα πρέπει να βρίσκονται σχεδόν παραχωμένα. Σκαλίζεται, καθαρίζεται το μέρος από τα παρασιτικά φυτά και ποτίζονται τα φυτά και αυτό τον χρόνο όπως και τους επόμενους. Το παραπάνω αναφερόμενο σκέπασμα του εδάφους (κηπαία γη, κοπριά και καλό χώμα) πρέπει να γίνει και τον 3ο χρόνο όπως και το κόψιμο των ξερών κομματιών. Μετά τον πρώτο χρόνο αρχίζουν να φαίνονται τα βλαστάρια αλλά δεν κόβονται για να μην αδυνατίσει το φυτό. Κόβονται το φθινόπωρο αφού ξεραθούν.Τον 3ο χρόνο αρχίζει το κόψιμο των δυνατότερων βλασταριών με μέτρο και μέχρι τα μέσα Μαΐου.
Τον 4ο χρόνο γίνονται οι εργασίες όπως και στα προηγούμενα χρόνια και κόβονται περισσότερα βλαστάρια μέχρι τον Ιούνιο.
Τον 5ο χρόνο βλαστολογούνται τα φυτά μέχρι τον Ιούλιο και δεν μένουν πλέον στην σπαραγγοφυτεία παρά μόνο τα ισχνά και αδύνατα βλαστάρια.Στο εξής το έδαφος έχει κατακαθίσει αρκετά και δεν έχει ανάγκη υπερύψωσης. Κάθε χρόνο βγαίνουν 3-4 δάχτυλα γης από την επιφάνεια και μπαίνει χωνεμένη κοπριά μέχρι να σκεπαστούν τα φυτά.Κάθε φθινόπωρο κόβονται επίσης 2 δάχτυλα πάνω από την επιφάνεια τα ξεραμένα σημεία τους και ποτίζονται όσο χρειάζονται τα φυτά. Όπου δεν υπάρχουν φυτά σπαραγγιών, σπέρνονται αμέσως σπόροι στα λακκάκια. Αυτά τα φυτά καθυστερούν ένα χρόνο πιο πολύ αλλά έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και είναι πιο καρπερά. Σε κάθε τρύπα μπαίνουν 2 ή 3 σπόροι και αφού φυτρώσουν αφήνεται μόνο ένα φυτό. Το σκάλισμα και το πότισμα γίνεται όπως και όταν φυτεύονται τα σπαράγγια. Αυτοί που βλαστολογούν τα σπαράγγια πρέπει να κόβουν μόνο τα χοντρά και καλά βλαστάρια 3 δάχτυλα μέσα στη γη, προσέχοντας να μην βλάψουν όσα έχουν αρχίσει να βγαίνουν.Ένα σπαραγγώνας με 100 ρίζες διαδοχικά βλαστολογούμενος μπορεί να δίνει κάθε μέρα 1 καλό πιάτο για 5μελή οικογένεια για δυο μήνες (Μάιο – Ιούνιο).
Τα καλλιεργούμενα σπαράγγια είναι χοντρότερα και νοστιμότερα από τα άγρια. Στην Ευρώπη τα τρώνε κυρίως βραστά με λαδόξυδο ή βουτυράλευρο.