Επικονιαστές ( επικονιάστριες ποικιλίες ) σε οπωροφόρα δέντρα
Επικονιαστές ( επικονιάστριες ποικιλίες ) σε οπωροφόρα δέντρα
Η γνώση των παραγόντων που επηρεάζουν την καρπόδεση και πιο συγκεκριμένα η εξακρίβωση του συγκεκριμένου παράγοντα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του προβλήματος μειωμένη καρπόδεση. Όταν παρατηρούνται προβλήματα στην καρπόδεση που δεν οφείλονται σε καιρικές συνθήκες είναι σχετικά εύκολο να αντιμετωπιστούν. Αντίθετα, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες κατά την περίοδο της ανθοφορίας, τότε η αντιμετώπιση του προβλήματος, μειωμένη καρπόδεση, αποτελεί κομμάτι δύσκολο. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να προτιμώνται οι αυτογόνιμες ποικιλίες και μάλιστα αν είναι δυνατόν οι αυτογόνιμες – αυτεπικονιαζόμενες. Συνήθως οι αυτογόνιμες ποικιλίες δεν παρουσιάζουν προβλήματα καρπόδεσης και για αυτό οι βλέψεις επικεντρώνονται σε δημιουργία αυτογόνιμων ποικιλιών σε είδη που ο κανόνας ασυμβίβαστο επικρατεί, όπως στις καλλιέργειες της κερασιάς και αμυγδαλιάς.
Αν δεν υπάρχουν αξιόλογες αυτογόνιμες ποικιλίες τότε αναγκαστικά θα χρησιμοποιηθούν αυτόστειρες ποικιλίες. Επειδή όμως στην περίπτωση των αυτόστειρων – ασυμβίβαστων ποικιλιών, το ασυμβίβαστο αποτελεί τον κύριο ανασταλτικό παράγοντα της καρπόδεσης, θα πρέπει οπωσδήποτε να υπερκερασθεί. Σε ορισμένα είδη φυτών, το ασυμβίβαστο μπορεί να υπερκερασθεί με τη χρήση φυτοορμονών ή εφαρμόζοντας ταυτόχρονα νεκρή συμβιβαστή με ασυμβίβαστη γύρη. Όμως, όλες αυτές οι ουσίες χρησιμοποιούνται μόνο για πειραματικούς σκοπούς διότι δεν συμφέρει ακόμα οικονομικά η εφαρμογή τους.
Υλοποιήσιμα, το ασυμβίβαστο αντιμετωπίζεται με τη χρήση επικονιαστών οι οποίοι θα πρέπει να διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά για να θεωρηθούν κατάλληλοι. Η επικονιάστρια ποικιλία θα πρέπει να μπαίνει στην καρποφορία το ίδιο έτος με την κύρια ποικιλία. Οι περίοδοι ανθοφορίας επικονιαστή και επικονιαζόμενης ποικιλίας θα πρέπει να συμπίπτουν αν είναι δυνατόν πλήρως. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται 2 επικονιάστριες ποικιλίες. Η μία να καλύπτει την έναρξη μέχρι και το 50% της ανθοφορίας της κύριας ποικιλίας, ενώ η δεύτερη, την υπόλοιπη περίοδο. Οι επικονιάστριες ποικιλίες δεν θα πρέπει να παράγουν άγονη γύρη όπως συμβαίνει στις τριπλοειδείς ποικιλίες μηλιάς Mutsu και Jonagold και θα πρέπει να είναι σταυροσυμβιβαστές με την κύρια ποικιλία. Επομένως, αν η κύρια ποικιλία είναι τριπλοειδής ( απαιτείται η παρουσία 2 επικονιαστών για σωστή γονιμοποίηση ), τότε στον οπωρώνα θα πρέπει να υπάρχουν 3 ποικιλίες. Οι δύο επικονιάστριες ποικιλίες θα επικονιάζουν την κύρια τριπλοειδή ποικιλία και οι επικονιάστριες θα σταυρεπικονιάζονται μεταξύ τους.
Αν παρά την παρουσία επικονιαστών και μελισσών στον οπωρώνα παρατηρείται μειωμένη καρπόδεση, τότε η δεν θα πρέπει να φυτεύεται το συγκεκριμένο είδος του οπωροφόρου στην περιοχή αυτή ή θα πρέπει να εξασφαλισθεί γύρη για τεχνητή επικονίαση. Στα εντομόγαμα είδη, η συλλογή γύρης είναι οικονομικά ασύμφορη και γίνεται μόνο για πειραματικούς σκοπούς.
Στους παρακάτω πίνακες παρουσιάζονται οι καλύτεροι επικονιαστές πυρηνοκάρπων οπωροφόρων δέντρων.
Οι καλύτεροι επικονιαστές γιγαρτοκάρπων οπωροφόρων δέντρων
Βιβλιογραφία
Στοιχεία Γενικής και Ειδικής Δενδροκομίας
( Μιλτιάδη Δ. Βασιλακάκη, Καθηγητή Δενδροκομίας )