Συρτη βυθού με πολλά μολύβια
Ένα απ’τα πιο αποδοτικά ψαρέματα βάρκας είναι η συρτή βυθού με αριθμημένα μολύβια. Απευθύνεται σε μεγάλα ψάρια του βυθού όπως συναγρίδα, σφυρίδα, στήρα, ροφός και βλάχος. Παραδοσιακά, η συρτή αυτή γινόταν στο χέρι, όμως επειδή το βάρος της είναι πολύ μεγάλο, τώρα πλέον γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρικής μπαλαδομηχανής.
Η κατασκευή αυτής της συρτής ξεκινάει πάντα από το παράμαλο: 7 οργιές 80άρα (ή 70άρα) μισινέζα που καταλήγουν σε ένα τεχνητό ψαράκι συρτής. Η μισινέζα δεν χρειάζεται να είναι αόρατη διότι στα 60 μέτρα βάθος δεν παίζει ρόλο το χρώμα της αλλά η αντοχή της. Το ψαράκι πρέπει να είναι 18cm και να έχει οπωσδήποτε μεγάλη γλώσσα (μεταλλική ή πλαστική). Στην ελληνική αγορά, μόνο τρεις εταιρίες βγάζουν τέτοια ψαράκια: η Mirrolure (113MR ή 111MR), η YoZuri (Hydro Magnum) και η Rapala (CDMAG 18 ή XRMAG 30). Εαν το ψαράκι έχει μικρή γλώσσα τότε όλη η συρτή θα κάνει κοιλιά και θα βρίσκει πάτο.
Αμέσως μετά το παράμαλο, δένουμε 2,5 οργιές πετονιά κατοστάρα που καταλήγουν σε ένα μολύβι-οδηγό 90 γρμμαρίων. Αμέσως μετά το μολύβι δένουμε άλλες 2,5 οργιές κατοστάρα που καταλήγουν σε ένα δυνατό στριφτάρι. Από το στριφτάρι και μετά ξεκινάει το νήμα. Τα νήματα που συνήθως χρησιμοποιούμε σε αυτές τις συρτές είναι ποιότητας Dacron με δύναμη από 100 ως 150 λίμπρες. Αυτά τα νήματα κυκλοφορούν σε καρούλες των 500 ή 1000 μέτρων, με ψίχα ή χωρίς. Για την κατασκευή μίας συρτής θα χρειαστούμε από 250 ως 300 μέτρα περίπου.
Αυτά τα 300 μέτρα τα κόβουμε κάθε 5 οργιές και δένουμε από 1 μολύβι συρτής, κοντό 150 gr. Στο σύνολο θα χρειαστούν από 25 ως 30 μολύβια, τα οποία πρέπει να τα αριθμήσουμε (με χτυπητές σφραγίδες) ξεκινώντας από τη μεριά του παράμαλου. Έτσι λοιπόν, όταν κατα τη διάρκεια του ψαρέματος δούμε κάποια στιγμή στο χέρι μας το μολύβι Νο12, ξέρουμε οτι έχουμε άλλα 11 μολύβια μες το νερό και έτσι υπολογίζουμε περίπου και το βάθος στο οποίο ψαρεύουμε, χωρίς τη χρήση βυθομέτρου.
Όλο αυτό το σύστημα της συρτής, το τυλίγουμε σε μια μεγάλη πλαστική μπομπίνα η οποία και τοποθετείται πάνω στην ηλεκτρική μηχανή. Αν ψαρεύουμε στο χέρι, πράγμα αρκετά δύσκολο, τότε καλό είναι τη μπομπίνα να την τοποθετήσουμε πάνω σε οριζόντιο άξονα για να μπορούμε να ελέγχουμε την περιστροφή της.
Όταν ψαρεύουμε, η ταχύτητα της βάρκας πρέπει να είναι 3 με 4 μίλια το πολύ.
Η συρτή βυθού και τα ψάρια της.
Τις σκέψεις αυτές, που θα καταθέσω, τις αφιερώνω στούς “υγιώς” σκεπτόμενους ερασιτέχνες ψαράδες. Ο νόμος επιτρέπει να πιάνουμε ένα μόνο μεγάλο ψάρι στο ψάρεμα τής συρτής, και έτσι πρέπει να κάνουμε, όχι γιατί το λέει ο νόμος, αλλά γιατί πρέπει να σεβόμαστε τη φύση και να αφήνουμε παρακαταθήκες στα παιδιά μας.
Η συρτή απευθύνεται στούς λάτρεις τής θαλασσινής βόλτας, στούς ανθρώπους που τούς αρέσει η κίνηση, και οχι στούς “στάσιμους” ψαράδες. Αν θέλετε μεγάλα ψάρια, ρίξτε χοντροπαράγαδο και θα έχετε καλύτερα αποτελέσματα. Κάθε μεγάλο ψάρι, όσα κιλά είναι, τόσα χρόνια κουβαλάει στην πλάτη του! Μ’ αυτό θέλω να τονίσω την αναγκαιότητα τής μη υπεραλίευσης τού κάθε τόπου. Θα θεωρήσω μεγάλη επιτυχία να κατανοήσετε τα παραπάνω, παρά αυτή καθ’ εαυτή τη συρτή βυθού. Μ’ αυτά τα λόγια ανοίγω την ενότητα αυτή και από δω και πέρα ακολουθούν τα ωραία…
Yπάρχουν πολλά είδη συρτής βυθού, όπως το μολύβι φύλακας, παραδοσιακή συρτή στο χέρι, συρτή με μηχανάκι, συρτή με μηχανάκι που είναι συνδεδεμένο στο βυθόμετρο και ανεβοκατεβάζει μόνο του το δόλωμα, και διάφορες άλλες παραλαγές. Θα ασχοληθώ με την παραδοσιακή συρτή, όπου τα μολύβια είναι τυλιγμένα σε καρούλα στο μηχανάκι. H διαφορά με τα άλλα είδη είναι ότι η ταχύτητα είναι περίπου στους 3 κόμβους ενώ για παράδειγμα στο μολύβι φύλακα 0,5 κόμβους. Αυτό έχει σαν συνέπεια να σαρώνουμε περισσότερο και γρηγορώτερα τον τόπο ψαρέματος. Είναι αποτελεσματικός τρόπος ψαρέματος περισσότερο για μαύρα ψάρια (σφυρίδες-ροφοί-στήρες-πεσκαντρίτσες) και λιγότερο για ασπροκόκκινα …
H αρματωσιά αποτελείται απο 40 μολύβια, τών 160 gr το καθένα, τα οποία είναι δεμένα ανά 5 οργιές (9 μέτρα) το ένα από το άλλο, με ντάκρον σχοινί η 150άρα πετονιά. Με το σχοινί καταλαβαίνουμε και το παραμικρό χτύπημα στο δόλωμα, και σίγουρα είναι καλύτερο από την πετονιά. Το μειονέκτημα όμως είναι ότι όταν υπάρχουν σπάθες στην περιοχή, το σχοινί κόβεται εύκολα. Αντίθετα η πετονιά δεν έχει την ίδια αίσθηση με το σχοινί, αλλά είναι ανθεκτικότερη στίς σπάθες. Τα μολύβια είναι αριθμημένα για να βλέπουμε ανά πάσα στιγμή σε ποιο βάθος είναι η συρτή μας, και όλα αυτά ειναι τυλιγμένα στο μηχανάκι. To μηχανάκι πρέπει να μπαίνει σε βάση, η οποία σε κάθε σκάφος στερεώνεται ξεχωριστά. Η στήριξη τής βάσης θέλει πολύ μελέτη, για να μη μας κουράζει στο ψάρεμα και να μη χάσουμε κάποιο μεγάλο ψάρι εξ’ αιτίας πλημμελούς στήριξης.
Η επιλογή δολώματος είναι από τα σημαντικότερα πράγματα στη συρτή βυθού και χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Στα τεχνητά, και στα ζωντανά η νωπά δολώματα. Από τα τεχνητά προτιμώ τα ψάρια που μοιάζουν με γόπες και έχουν μέγιστο μήκος 12 cm, ένα άλλο είναι που μοιάζει με σκουμπρί, πάλι στα 12 cm, και το τρίτο είναι το κόκκινο καλαμάρι από τους 12 ως 18 cm. Aπό μάρκες τεχνητών διαλέξτε μόνο γνωστές φίρμες, όχι ό,τι σας λέει ο κάθε πωλητής που δεν ξέρει τι είναι η συρτή βυθού. Στά ζωντανά δολώματα βασίλισσα είναι η σουπιά, το καλαμάρι, που δεν είναι τόσο ανθεκτικό όσο η σουπιά, και οι φρέσκες γόπες.
Θέλω να σταθώ στο κυριώτερο, κατά τη γνώμη μου, μέρος τού ψαρέματος, που δεν είναι άλλο από το ψάξιμο τού τόπου. Αν θα μπορούσα να μοιράσω 5 ώρες ψαρέματος, σε άγνωστο τόπο, τότε θα διέθετα 3,5 ώρες στο ψάξιμο και 1,5 ώρες στο ψάρεμα. Αυτή είναι η πραγματική αξία τού τόπου, δεν τραβάμε στα τυφλά, τραβάμε έξυπνα. Πρώτα μαθαίνουμε το βυθόμετρό μας και το διαβάζουμε τόσο καλά, ώστε να μπορούμε να καταλαβαίνουμε με τι αντιστοιχούν αυτά που βλέπουμε στην οθόνη του. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τα παραπάνω λόγια. Τά ψάρια βρίσκονται πρώτον στις αποχές του γκρεμού και κάποια άλλα ζουν σε αμμώδη βυθό και σε αμμόπλακες. Άρα πρέπει να ξέρουμε να διαβάζουμε το βυθόμετρο, για να βρίσκουμε τούς κατάλληλους τόπους.
Όταν βρούμε τον κατάλληλο τόπο, τότε πρέπει να εξετάσουμε τα ρεύματα της θάλασσας, για να δούμε αν θα μειώσουμε ή θα αυξήσουμε ταχύτητα ώστε να μην κάτσει στο βυθό η συρτή μας . Πολλοί ψαράδες νομίζουν ότι το δόλωμα είναι στο βυθό, αλλά λόγω τών ρευμάτων είναι ψηλά, και έτσι σφάλλουν με συνέπεια να τραβούν άδικα με τις ώρες. Σε γενικές γραμμές, όταν έχουμε υπερβολική κόντρα στη συρτή τότε κόβουμε ταχύτητα, ενώ αυξάνουμε ταχύτητα όταν η πίεση είναι μικρή ή ελάχιστη. Έχει τεράστια σημασία να ψαρεύουμε σωστά, δηλαδή να είμαστε μία οργιά πάνω από το βυθό.
Πάμε τώρα να κάνουμε μερικούς υπολογισμούς. Όταν κρατάμε το μολύβι με τον αριθμό 30, πηγαίνουμε με 3 κόμβους και περνάμε πάνω απο ένα σημείο χ, τότε το δόλωμά μας θα κάνει 3 λεπτά να περάσει πάνω από το σημείο χ. Αν κρατάμε το μολύβι με τον αριθμό 20, το δόλωμά μας θα κάνει 2 λεπτά να περάσει πάνω απο το σημείο χ. Δεν πρόκειται να σας κάνω μαθηματικά, αλλά αν πάτε με 3 κόμβους υπολογίστε ότι κάθε 10 βαρύδια θέλουν 1 λεπτό για να περάσουν απο το σημείο χ, αφού είπαμε ότι βαρύδι με βαρύδι εχει 9 μέτρα διαφορά το ένα από το άλλο. Όλους αυτούς τούς υπολογισμούς τούς χρειαζόμαστε γιατί θα έχουμε ένα χρονόμετρο προκειμένου να παρακολουθούμε τούς χρόνους, όποτε το βάθος αλλάζει.
Το βυθόμετρο το έχουμε ρυθμίσει να δείχνει οργιές, και όχι μέτρα, γιατί τα μολύβια είναι τοποθετημένα ανά 5 οργιές. Αφού έχουμε βρεί τον τόπο ψαρέματος, αφήνουμε μολύβια από το μηχανάκι τής συρτής -1 από όσο λέει το βυθόμετρο για τους προχωρημένους, και -2 για τους αρχάριους. Δηλαδή, αν βλέπουμε 30 οργιές κρατάμε το 29 η το 28 αντίστοιχα με τα παραπάνω. Οι αρχάριοι θα διαλέξουν ένα τόπο με όχι πολλά ανεβοκατεβάσματα, για να συνηθίσουν το χειρισμό του χρονόμετρου. Προσοχή στα τεχνητά με μεγάλη γλώσσα. Κρατάμε και 3 μολύβια πάνω γιατί έχουν μεγαλύτερο βύθισμα. Όταν δεν χρησιμοποιούμε τεχνητά δολώματα, το ζωντανό ή νωπό το τοποθετούμε σε ένα σύστημα με πλοηγό από μολύβι και 4 σαλαγγιές που ενώνονται με σχοινί, και λέγετε μπακαρέλα Αν βάλουμε ψάρια θα βάλουμε 9 και η μια σαλαγγιά θα είναι κλέφτης. Αν βάλουμε σουπιά, τότε θα αφαιρέσουμε μία ή δύο σαλαγγιές, ανάλογα με το μέγεθος τής σουπιάς.
Aφού ρίξουμε τη συρτή μας στο ανάλογο βάθος και αρχίσουμε να ψαρεύουμε, πρέπει να έχουμε υπ’όψη ότι αν για οποιονδήποτε λόγο βρει η συρτή μας στο βυθό θα πρέπει να την ανεβάσουμε επάνω για έλεγχο τού δολώματος. Επίσης υπάρχουν ορισμένοι αστάθμητοι παράγοντες, εξ αιτίας τών οποίων μπορούμε να χάσουμε εύκολα τα δολώματά μας, όπως παρατημένα παραγάδια ή δίχτυα, σχοινιά απο τις τράτες, πλευρικά ρεύματα τού νερού και πολλά άλλα, τα οποία δυστυχώς κανένας έμπειρος συρταδόρος δεν μπορεί να τα αποφύγει.
Όταν έρθει αυτή η ευλογημένη ώρα, που το ψάρι θα πάει και θα καρφωθεί στη συρτή μας, δεν πρέπει να μειώσουμε καθόλου την ταχύτητα τού σκάφους, τουλάχιστον γιά 7-8 βαρύδια και, αν είναι δυνατόν, και το επιτρέπει και το μάζεμα της συρτής, να τραβήξουμε προς τα βαθειά νερά.
Αρχίζουμε και ανεβάζουμε το ψάρι με το μηχανάκι, έτσι ώστε το σχοινί και τα βαρύδια να είναι σε ευθεία πίσω μας και, αν χρειαστεί, να δώσουμε και λίγα φρένα στο ψάρι αν καταλάβουμε ότι είναι μεγάλο. Προσπαθούμε να μην κάνουμε ελιγμούς με τη βάρκα, γιατί πιστέψτε με θα έχετε δυσάρεστες συνέπειες και θα πάει χαμένος ο κόπος σας. Όταν φθάσει το ψάρι επάνω (τα περισσότερα είναι σκασμένα),το ανεβάζουμε στη βάρκα μας μόνο με γάντζο. Το πρώτο πράγμα που κάνουμε στη συνέχεια είναι να… απολαύσουμε τη στιγμή, και δεύτερο να το θαυμάσουμε, γιατί όσα ψάρια και αν βάλει κανείς μέσα στην βάρκα του, το καθένα θα έχει τη δική του ιστορία. Με προσοχή, και με μία πένσα μεγάλη, το ξαγκιστρώνουμε και έχουμε πάντα το νου μας στά μεγάλα αγκάθια του, μη μας καρφώσουν.
Λευτέρης Γκόνος.