Σώζοντας τις ντόπιες ποικιλίες δέντρων μας
Πως μπορούμε να σώσουμε τις ντόπιες ποικιλίες δέντρων;
«Φωλιές πουλιών και κρυψώνες μικρών ζώων. Ορχιδέες, μανιτάρια, χιλιάδες αγριολούλουδα – μια πανδαισία χρωμάτων. Μέρη δυσπρόσιτα. Κι εκεί, δύο τρία μέτρα από το πιο παλιό δέντρο, ψάχνω κάποιο σπόρο, που ’πεσε από τον ποντικό ή τα πουλιά και πρόλαβε να ανθοφορήσει πριν τον φάνε οι κάμπιες. Αν τον βρω, με πολλή προσοχή σκάβω τριγύρω του, μην πληγώσω τις ρίζες. Κι όταν πάρω στα χέρια μου το δενδρύλλιο, νιώθω σαν να κρατώ ένα παιδάκι». Με αυτά τα λόγια ο Αλέξανδρος Λυμπερόπουλος, βιοκαλλιεργητής, περιγράφει τον τρόπο που προσπαθεί να διασώσει σπάνιους σπόρους αμυγδάλου στην Κέα, όπου είναι εγκατεστημένος.Όπως εξηγεί ο ίδιος, «εδώ και χρόνια, καταβάλλω προσπάθεια να διατηρήσω την ξερική αμυγδαλοκαλλιέργεια στην Κέα και, στη συνέχεια, να την καταστήσω επιχειρηματικά βιώσιμη, καθώς οι ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες αυξάνουν το κόστος και μειώνουν την παραγωγικότητα. Επιπλέον, η διατήρηση των ξερικών ποικιλιών είναι ίσως μια ελπίδα στο παγκόσμιο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Ντόπιες ποικιλίες δεν βρίσκεις να αγοράσεις τα τελευταία χρόνια, έχουν επικρατήσει ξενόφερτες».Ποιες είναι οι ποικιλίες της Κέας; «Τα μακρόστενα, τα “νυχάτα”. Τα ολοστρόγγυλα, τα “φουντούκια”. Τα μεγάλα, “τα ελεφάντινα”. Τα κοντόχοντρα, τα “μέτζο”. Τα μικρά, τα “κουφέτα”. Σπάνια αμύγδαλα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που δεν συναντάμε αλλού στην Ελλάδα – σε παραγωγική διάσταση τουλάχιστον», θα πει ο κ.Λυμπερόπουλος.Το δύσκολο αλλά φιλόδοξο εγχείρημα στηρίχθηκε στις βασικές αρχές της φυσικής καλλιέργειας, όπως ο Masanobu Fukuoka δίδαξε, και στην Ελλάδα έγινε γνωστή από τον Παναγιώτη Μανίκη, ενώ επιστρατεύτηκε και η βιοδυναμική καλλιέργεια.
Μη έχοντας καταφέρει να εξασφαλίσει κάποια κρατική ή κοινοτική επιδότηση έως τώρα, στην τιτάνια προσπάθεια που ξεκίνησε ο νέος βιοκαλλιεργητής, βρήκε βοήθεια εκτός συνόρων – από τη βιολόγο, περιβαλλοντολόγο Άννα Βλαχούτσικου στην Αυστρία και τη Reinhild Frech-Emmelmann στη Γερμανία, ιδιοκτήτρια και διευθύντρια της εταιρείας Reinsaat KG (www.reinsaat.at), με πιστοποίηση Demeter.Η εταιρεία, η οποία παράγει στην Αυστρία και μεταπωλεί σπόρους για γεωργική χρήση, είναι γνωστή παγκοσμίως για τη συμβολή της στη διατήρηση παλιών και δημιουργία νέων ποικιλιών. «Οι ποικιλίες που παράγουμε δεν είναι υβρίδια, οπότε οι σπόροι τους μπορούν να παραγάγουν όχι μόνο παραγωγικά αλλά και ανθεκτικά φυτά», τονίζει η κ. Frech-Emmelmann, η οποία δουλεύει στενά με ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες διατήρησης σπόρων. «Χαίρομαι που μπορώ τώρα να μεταφέρω τις γνώσεις και εμπειρίες μου στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κέα, στο πρόγραμμα διάσωσης ντόπιων ποικιλιών αμυγδαλιάς “ξωτάρης”», προσθέτει.Η κ. Βλαχούτσικου, από την πλευρά της, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο εξωτερικό μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας ANTAconcept:
«Πρόκειται για ένα οικολογικό-κοινωνικό πρόγραμμα που ξεκίνησε από τη Ζάκυνθο και μέσω του οποίου πωλούνται στο εξωτερικό ελληνικά προϊόντα άριστης ποιότητας από μικρούς παραγωγούς, όπως ελαιόλαδο ή αμύγδαλο. Με τα κέρδη προωθούμε στοχευμένες δράσεις για μια αειφόρο, βιώσιμη ανάπτυξη στην ελληνική γεωργία», αναφέρει η βιολόγος. Κομβικής σημασίας η βιοδυναμική καλλιέργεια, η οποία ξεκίνησε από τον Ρούντολφ Στάινερ.Όπως επισημαίνει η ίδια, «σήμερα η βιοδυναμική πιστοποίηση Demeter υπάρχει σε 50 χώρες. Μέλη του διεθνούς οργανισμού είναι περίπου 50.000 αγρότες παγκοσμίως, ενώ 170.000 εκτάρια καλλιεργούνται βιοδυναμικά σε όλο τον πλανήτη. Στη βιοδυναμική καλλιέργεια δίνεται πολύ μεγάλη προσοχή να παράγει το ίδιο το χωράφι τις θρεπτικές ουσίες που χρειάζεται. Η Demeter, αντί για τον όγκο της παραγωγής, στοχεύει σε μια ολιστική προσέγγιση προς τη γη – πώς να συνεχίσει μακροχρόνια να παράγει προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας».Σχετικά με τη φιλοσοφία του προγράμματός της, η κ.Βλαχούτσικου επισημαίνει: «Η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, αφού ο αγρότης είναι εκείνος που “σκύβει” πάνω από τη γη. Το μοντέλο αυτό αντιτίθεται στη σημερινή ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, στραμμένη σε μεγάλες μονοκαλλιέργειες. Με την εντατικοποίηση της γεωργίας χάνουμε τους σπόρους μας και τις ντόπιες ποικιλίες, επειδή φυτεύονται υβρίδια. Ο αγρότης, δέσμιος των μεγάλων εταιρειών, από κει που μάζευε τους σπόρους για την επόμενη χρονιά, παρασυρμένος από το δέλεαρ της πρόσκαιρα αυξημένης παραγωγής, υποχρεώνεται μετά να τους αγοράζει.Στη Ζάκυνθο, από τις 7 ντόπιες ποικιλίες σταριού, που είχαν επιβιώσει χιλιετίες, χάθηκαν οι 4 τη δεκαετία του ’90, όταν προωθήθηκε συγκεκριμένος σπόρος. Στην Τζια, φυτεύονται αμυγδαλιές Καλιφόρνιας, επειδή σε ένα στρέμμα γης η παραγωγή θα είναι μεγαλύτερη. Ο λόγος; Περισσότερο λίπασμα, πότισμα, κλάδεμα. Ακόμη και ο σπαστήρας είναι φτιαγμένος για ένα ορισμένο μέγεθος αμυγδάλου, οπότε οι απώλειες είναι ελάχιστες». Γιατί να προτιμήσουμε τις ντόπιες ποικιλίες;Όπως εξηγεί η περιβαλλοντολόγος, «επειδή είναι πιο νόστιμες – μόλις χθες, πήρα παραγγελία από μία εταιρεία του εξωτερικού που φτιάχνει τόφου και θέλει να χρησιμοποιήσει τζιώτικο αμύγδαλο ως πιο γευστικό και αρωματικό. Επίσης, φυτεύουμε δέντρα που αντέχουν καλύτερα στις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές και παράγουν ένα προϊόν μοναδικό στον κόσμο. Οι “άνυδρες” καλλιέργειες δίνουν καρπό χωρίς να κλαδευτούν, να ποτιστούν ή να λιπανθούν. Η παραγωγή μικρότερη, όμως σε ένα νησί χωρίς νερό, είναι τρέλα να φυτεύουμε ποικιλίες που απαιτούν πότισμα».Τα λεγόμενά της έρχεται να ενισχύσει ο κ. Λυμπερόπουλος: «Οι τζιώτικες ποικιλίες κινδυνεύουν με εξαφάνιση, επειδή δεν συμφέρει η εκμετάλλευσή τους. Τα εδάφη στα οποία μεγαλώνουν τα δέντρα είναι δύσβατα, πρέπει να οργώσουμε με μουλάρια. Οσο για το πότισμα; Αδύνατον. Στα προηγούμενα, έρχονται να προστεθούν οι ασθένειες και οι εχθροί του δέντρου – κουνάβια, κάμπιες… Αν και χαμηλή η παραγωγή, θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα πρότυπο φυτώριο των τοπικών ποικιλιών για να υπηρετήσουμε έναν σκοπό εθνικό, επειδή χάνεται ένα μέρος της φυσικής μας παράδοσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με την εθνική μας ταυτότητα. Η φύση πρέπει να ξαναγίνει σύμμαχός μας κι εμείς να προετοιμαστούμε πρακτικά για την κλιματική αλλαγή».